ΟΛΕΣ ΟΙ ΝΟΜΟΛΟΓΙΕΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ 533/2022
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ο ανακόπτων με το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής του και συγκεκριμένα με τον ένατο λόγο αυτής ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε επί αίτησης, η οποία υποβλήθηκε από δικηγόρο, χωρίς να προσκομίζεται το έγγραφο πληρεξουσιότητας από την καθης και κατά συνέπεια η διαταγή πληρωμής να πάσχει ακυρότητας αφού ο υπογράφων την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δικηγόρος δεν διέθετε τη σχετική πληρεξουσιότητα.
Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 94, 96 και 626 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, δεν αποδείχθηκε η προσκόμιση εγγράφου πληρεξουσιότητας της καθης κατά την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ούτε υποστηρίζει το αντίθετο η καθης ούτε προσκομίζει έγγραφο σχετικό με τον υποβληθέντα λόγο ανακοπής.
Επομένως εφόσον, στην αίτηση για την έκδοση της ανωτέρω διαταγής δεν προσκομίστηκε η απαιτούμενη πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο, η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητας.
Συνακόλουθα, καθώς η έλλειψη πληρεξουσιότητας του ενεργήσαντος δικηγόρου συνεπάγεται την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής (βλ. και Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας, τόμοι II, σελ. 1170, αριθμ, 8), ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών προβαλλόμενων λόγων καθώς επιδιώκεται το ίδιο αποτέλεσμα.
ΑΠΟΦΑΣΗ 3500/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«Ειδικότερα, και ανεξάρτητα από το γεγονός, κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας, ότι ο εναγόμενος ουδέποτε υπέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση αναφορικά με τις φερόμενες συναλλαγές, η ενάγουσα δεν προσκομίζει τα ηλεκτρονικά ή μαγνητικά μέσα που καταγράφουν τις τηλεφωνικές εντολές του πελάτη (εναγομένου), καθώς επίσης και τα έγγραφα που λαμβάνει η εταιρεία από τον πελάτη μέσω fax ή e-mail και αποτελούν πλήρη απόδειξη απέναντι στον πελάτη για τις εντολές του προς την εταιρεία και το περιεχόμενό τους, μη επιτρεπόμενου άλλου αποδεικτικού μέσου και ιδίως των μαρτύρων, ως προβλέπει ο όρος XI-5 της Σύμβασης και ο οποίος αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση, προκειμένου ακριβώς να αποδείξει ότι καταρχήν έλαβε την εκάστοτε επίδικη εντολή διενέργειας χρηματιστηριακής συναλλαγής από τον εναγόμενο. Ακολούθως, η ενάγουσα δεν προσκομίζει ούτε και τα παραστατικά – πινακίδια, που άλλωστε αναφέρονται και στα παραπάνω έγγραφά της (σχετικό 10 της ενάγουσας) και τα οποία η ίδια φέρεται να έχει εκδώσει, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εν λόγω συναλλαγές έλαβαν χώρα και εκτελέστηκαν από αυτήν, κατόπιν σχετικών εντολών του εναγομένου, αφού μόνον η έκδοση από την εταιρεία του αντίστοιχου για κάθε συναλλαγή επί χρηματοπιστωτικού μέσου παραστατικού (πινακιδίου) αποτελεί πλήρη απόδειξη εκτελέσεως της εντολής του πελάτη από την εταιρεία (όρος XI-12 της Σύμβασης, που ομοίως αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση). Από δε την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο οποίος αναφέρεται στην φερόμενη οφειλή του εναγομένου των 121.564,93 ευρώ, δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα έλαβε τις συγκεκριμένες εντολές από τον εναγόμενο και προέβη στην εκτέλεση αυτών. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει, κατά τα προαναφερόμενα, ως έχουσα το βάρος απόδειξης, ότι έλαβε τις εντολές εκτέλεσης των επίδικων χρηματιστηριακών συναλλαγών από τον εναγόμενο, ότι εν συνεχεία εκτέλεσε τις εν λόγω συναλλαγές και ότι εν τέλει υφίσταται η επίδικη απαίτηση της σε βάρος του εναγομένου και ως εκ τούτου η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 840/2022
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
…Ο ανακόπτων με το δικόγραφο της ένδικης ανακοπής του και συγκεκριμένα με το δέκατο λόγο αυτής ισχυρίζεται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε επί αίτησης, η οποία υποβλήθηκε από δικηγόρο, χωρίς να προσκομίζεται το έγγραφο πληρεξουσιότητας από την καθης και κατά συνέπεια η διαταγή πληρωμής να πάσχει ακυρότητας αφού η υπογράφουσα την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δικηγόρος δεν διέθετε τη σχετική πληρεξουσιότητα. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 94, 96 και 626 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, δεν αποδείχθηκε η προσκόμιση εγγράφου πληρεξουσιότητας της καθης κατά την αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ούτε υποστηρίζει το αντίθετο η προσθέτως παρεμβαίνουσα ούτε προσκομίζει έγγραφο σχετικό με τον υποβληθέντα λόγο ανακοπής . Επομένως εφόσον, στην αίτηση για την έκδοση της ανωτέρω διαταγής δεν προσκομίστηκε η απαιτούμενη πληρεξουσιότητα προς την υπογράφουσα την αίτηση δικηγόρο, η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής πάσχει ακυρότητας. Συνακόλουθα, καθώς η έλλειψη πληρεξουσιότητας του ενεργήσαντος δικηγόρου συνεπάγεται την ακυρότητα της διαταγής πληρωμής (βλ. και Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέας-Κονδύλης-Νίκας, τόμοι II, σελ. 1170, αριθμ, 8), ο λόγος αυτός της ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, παρελκόμενης της εξέτασης των λοιπών προβαλλόμενων λόγων καθώς επιδιώκεται το ίδιο αποτέλεσμα.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσία βάσιμος , και, συνακόλουθα, καθίσταται περιττή η εξέταση των λοιπών λόγων της καθώς επιδιώκεται το ίδιο αποτέλεσμα, κατ επέκταση δε είναι ακυρωτέα και η από 29-10-2021 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου α’ εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής, ελλείψει νόμιμου εκτελεστού τίτλου.
ΑΠΟΦΑΣΗ 726/2022
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
…Συντρέχουν επομένως στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010 και ειδικότερα σ’ αυτήν του άρθρου 8 παρ. 5 ν. 3869/2010, ήτοι ορίζονται μηδενικές καταβολές από τον αιτούντα για τρία χρόνια, καθότι το εισόδημα του δεν επαρκεί για τη κάλυψη βασικών βιοτικών αναγκών του ιδίου και της οικογενείας του, ενώ η υποχρέωση καταβολής μηνιαίων δόσεων θα οδηγούσε σε εξαθλίωση του οφειλέτη αιτούντος, γεγονός το οποίο θα παραβίαζε τη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα (ΑΠ 288/2000 ΔΕΕ 2000, σελ. 743). Επειδή η παρούσα δυσμενής οικονομική κατάσταση του αιτούντος προφανώς θα έχει μόνιμο χαρακτήρα, το Δικαστήριο κρίνει μη αναγκαία την επαναξιολόγηση της οικονομικής του κατάστασης, αφού φρονεί ότι δεν πρόκειται αυτή να βελτιωθεί. Η ρύθμιση αυτή θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3869/2010, εφόσον προβάλλεται σχετικό αίτημα από αυτόν, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση. Στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής (του άρθρου 9 παρ. 2 Ν. 3869/2010) πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της προαναφερθείσας κατοικίας του αιτούντος, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει μέχρι το 80% της αντικειμενικής αξίας της που ανέρχεται, όπως προαναφέρθηκε, σε 82.215 ευρώ, δηλαδή ποσό μέχρι αυτό των 65.772,00 ευρώ (82.215 Χ 80%). Η συνολική οφειλή του αιτούντος προς τις ανωτέρω πιστώτριες του ανέρχεται σε 65.854,58 ευρώ, είναι επομένως μεγαλύτερη του ποσού των 65.772,00 ευρώ, ήτοι του 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας του, που είναι το όριο που ορίζει ο νόμος για τη διάσωσή της, οπότε θα κληθεί να καταβάλλει μέχρι το ποσό αυτό.
ΑΠΟΦΑΣΗ 9555/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
(ΚΑΤ’ ΕΦΕΣΗ)
Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι στην αίτηση προς έκδοση της υπ’ αριθμ. …/15.1.2014 Διαταγής Πληρωμής του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης ουδόλως γίνεται μνεία του ποσοστού του επιτοκίου, το οποίο εφαρμόσθηκε καθ’ όλη της διάρκεια της συμβάσεως ανά περίοδο εκτοκισμού, παρά μόνον του γεγονότος ότι το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας υπερβαίνει το συμβατικό επιτόκιο ενήμερων οφειλών κατά 2,5 ποσοστιαίες μονάδες, μολονότι για το ορισμένο αιτήσεως προς έκδοση Διαταγής Πληρωμής από σύμβαση τραπεζικού τοκοχρεωλυτικού δανείου πρέπει, σύμφωνα με τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην οικεία νομική σκέψη, η οποία προηγήθηκε, να μνημονεύεται το επιτόκιο το οποίο εφαρμόζεται καθ’ όλη της διάρκεια της συμβάσεως ανά περίοδο εκτοκισμού. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν ο υπό στοιχείο (Δ) λόγος ανακοπής και ακολούθως η ανακοπή και, εν τέλει, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ………./15.1.2014 Διαταγή Πληρωμής του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης και η επιδοθείσα στις 29.1.2014 από 24.1.2014 επιταγή προς πληρωμή.
ΑΠΟΦΑΣΗ 7758/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«…διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβει, που έχει υλική υπόσταση …………. Περαιτέρω, σύμφωνα με το με αριθ. Πρωτοκ. 86/…2009 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Περιφερειακό Γραφείο Θεσσαλονίκης), κατά τον έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε στην «…… ΑΕΕΔ», διαπιστώθηκε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των καταγεγραμμένων τηλεφωνικά εντολών και των αντίστοιχων εντολόχαρτων, ενώ, από τον συνολικό έλεγχο, που διενεργήθηκε στα γραφεία της ως άνω εταιρείας και από τα στοιχεία, που τέθηκαν υπ’ όψη των ελεγκτών, δεν προέκυψαν ευρήματα. Βάσει αυτού και σύμφωνα με το απόσπασμα πρακτικών της 926ης συνεδρίασης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της 29-9-2009, δεν προέκυψαν ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Από τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη διέθετε επαρκή εμπειρία στο χώρο των χρηματιστηριακών συναλλαγών, επιπλέον δε, ήταν πλήρως ενημερωμένη για την πορεία του χαρτοφυλακίου της, του οποίου η διαχείριση γινόταν κατόπιν δικών της εντολών, σε κάθε δε περίπτωση, ενημερωνόταν για τις κινήσεις, που ελάμβαναν χώρα στο χαρτοφυλάκιό της, χωρίς να διατυπώνει αντιρρήσεις. Συνεπώς, δεν έλαβε χώρα εξαπάτηση της από τον δεύτερο ενάγοντα, όπως αναληθώς διαλαμβάνει στην ανωτέρω καταγγελία προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγορά, καθώς και στη μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ούτε προέκυψε από κάποιο αξιόπιστο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικτικό μέσο ότι του είχε αναθέσει την διαχείριση της περιουσίας της. Οι ως άνω ισχυρισμοί της εναγομένης μπορούσαν να πλήξουν και, πράγματι, έπληξαν την τιμή και υπόληψη του δεύτερου ενάγοντος, η δε εναγομένη προέβη σε εκφορά αυτών, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του και, εντεύθεν, την προσωπικότητα του. Παράλληλα, εν γνώσει της τον καταμήνυσε ψευδώς, με αποτέλεσμα να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη και να παραπεμφθεί να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της απάτης κατ΄ εξακολούθηση, κατ΄ επάγγελμα με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία άνω των 30.000 και 120.000 ευρώ, κατηγορία, για την οποία αθωώθηκε. Άλλωστε, από τις σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος τελεσθείσες αδικοπραξίες (συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση), προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, αφού επλήγησαν η τιμή και υπόληψη του, ως εκφάνσεις τηε προσωπικότητας του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.»
«…διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβει, που έχει υλική υπόσταση …………. Περαιτέρω, σύμφωνα με το με αριθ. Πρωτοκ. 86/…2009 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Περιφερειακό Γραφείο Θεσσαλονίκης), κατά τον έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε στην «…… ΑΕΕΔ», διαπιστώθηκε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των καταγεγραμμένων τηλεφωνικά εντολών και των αντίστοιχων εντολόχαρτων, ενώ, από τον συνολικό έλεγχο, που διενεργήθηκε στα γραφεία της ως άνω εταιρείας και από τα στοιχεία, που τέθηκαν υπ’ όψη των ελεγκτών, δεν προέκυψαν ευρήματα. Βάσει αυτού και σύμφωνα με το απόσπασμα πρακτικών της 926ης συνεδρίασης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της 29-9-2009, δεν προέκυψαν ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Από τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη διέθετε επαρκή εμπειρία στο χώρο των χρηματιστηριακών συναλλαγών, επιπλέον δε, ήταν πλήρως ενημερωμένη για την πορεία του χαρτοφυλακίου της, του οποίου η διαχείριση γινόταν κατόπιν δικών της εντολών, σε κάθε δε περίπτωση, ενημερωνόταν για τις κινήσεις, που ελάμβαναν χώρα στο χαρτοφυλάκιό της, χωρίς να διατυπώνει αντιρρήσεις. Συνεπώς, δεν έλαβε χώρα εξαπάτηση της από τον δεύτερο ενάγοντα, όπως αναληθώς διαλαμβάνει στην ανωτέρω καταγγελία προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγορά, καθώς και στη μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ούτε προέκυψε από κάποιο αξιόπιστο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικτικό μέσο ότι του είχε αναθέσει την διαχείριση της περιουσίας της. Οι ως άνω ισχυρισμοί της εναγομένης μπορούσαν να πλήξουν και, πράγματι, έπληξαν την τιμή και υπόληψη του δεύτερου ενάγοντος, η δε εναγομένη προέβη σε εκφορά αυτών, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του και, εντεύθεν, την προσωπικότητα του. Παράλληλα, εν γνώσει της τον καταμήνυσε ψευδώς, με αποτέλεσμα να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη και να παραπεμφθεί να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της απάτης κατ΄ εξακολούθηση, κατ΄ επάγγελμα με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία άνω των 30.000 και 120.000 ευρώ, κατηγορία, για την οποία αθωώθηκε. Άλλωστε, από τις σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος τελεσθείσες αδικοπραξίες (συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση), προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, αφού επλήγησαν η τιμή και υπόληψη του, ως εκφάνσεις τηε προσωπικότητας του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 640/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
«……Πλην, όμως από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης από 04-03-2022 επιταγής προς εκτέλεση, όπως αυτό επί λέξει παρατίθεται στην προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 343/22-03-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, αποδεικνύεται, ότι η καθ΄ης δεν συγκοινοποίησε, ως όφειλε, με την ως άνω προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση τα απαιτούμενα, κατ΄άρθρο 925 ΚΠολΔ, έγγραφα, από τα οποία να αποδεικνύεται η νομιμοποίηση της για την επίσπευση της ένδικης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης. Το γεγονός δε ότι η καθ’ ης είχε συγκοινοποιήσει μαζί με την προγενέστερη και ήδη ακυρωθείσα από 13-04-2021 επιταγή προς εκτέλεση τα έγγραφα που αφορούν στη νομιμοποίηση της, όπως αυτά εκτέθηκαν αναλυτικά ανωτέρω, δεν σημαίνει ότι απαλάσσεται από την κατ΄άρθρο 925 ΚΠολΔ υποχρέωσή της να τα συγκοινοποιήσει εκ νέου με την προσβαλλόμενη από 04-03-2022 επιταγή προς εκτέλεση, δεδομένου ότι με αυτήν η καθ΄ης επισπεύδει νέα διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ανακόπτοντα, η οποία δεν μπορεί να αρχίσει πριν την κοινοποίηση από την καθ΄ης, που ανέλαβε τη διαχείριση της επίδικης μεταβιβασθείσας απαίτησης, της δημοσίευσης της σύμβασης μεταβίβασης της απαίτησης στην ειδική διάδοχο, της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης αυτής στην καθ΄ης, καθώς και των πρόσθετων πράξεων επέκτασης της διάρκειας ισχύος της σύμβασης διαχείρισης μέχρι και την 04η-03-2022. Σε κάθε δε περίπτωση, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προγενέστερης και ήδη ακυρωθείσας από 13-04-2021 επιταγής προς εκτέλεση, κοινοποιήθηκαν μεν στον ανακόπτοντα η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………… ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» στην αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………… COMPANY», η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης αυτής από την τελευταία στην καθ’ης και οι πρόσθετες πράξεις επέκτασης της διάρκειας ισχύος της εν θέματι σύμβασης διαχείρισης μέχρι και την 17η-05-2021, ουδέποτε όμως κοινοποιήθηκαν σε αυτόν οι υπ’ αριθμ. πρωτ. 175.20-05-2021, 261/15-07-2021, 523/18-10-2021, 716/17-12-2021 και 127/21-02-2022 πρόσθετες πράξεις, με τις οποίες παρατάθηκε η διάρκεια ισχύος της ως άνω σύμβασης διαχείρισης , μεταξύ άλλων, και της επίδικης απαίτησης από την καθ’ ης, μέχρι και την 17η-05-2022. Πλην, όμως, οι προδιαληφθείσες πρόσθετες πράξεις αποτελούν έγγραφα που αφορούν στη νομιμοποίηση της καθ΄ης, ως διαχειρίστριας της επίδικης απαίτησης, προς επίσπευση της ένδικης διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης και ως εκ τούτου όφειλε η καθ’ ης να τα συγκοινοποιήσει στον ανακόπτοντα είτε με την προσβαλλόμεη από 04-03-2022 επιταγή προς εκτέλεση είτε με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 343/22-03-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, η οποία επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 28-03-2022……..»
ΑΠΟΦΑΣΗ 224/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
«…Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, η ανακόπτουσα αμφισβητεί την ύπαρξη πληρεξουσιότητας, αφενός μεν προς τον δικηγόρο Σερρών Ευστάθιο Τζαμπάζη που υπογράφει την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, αφετέρου δε προς τη δικηγόρο Σερρών Χριστίνα Σιδηροπούλου που υπογράφει την από 07-04-2022 εντολή προς κατάσχεση, δυνάμει της οποίας επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία της με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 3.380/13-04-2022 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ισχυριζόμενη ότι κατά την επίδοση των ανωτέρω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης προς αυτή δεν της επιδείχθηκαν τα πληρεξούσια έγγραφα από τα οποία να αποδεικνύεται η σχετική πληρεξουσιότητα των δικηγόρων προς διενέργεια των παραπάνω πράξεων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος και νόμιμος, στηριζόμενος στις προεκτεθείσες στην ανωτέρω νομική σκέψη διατάξεις, και πρεπει, επομένως, να ερευνηθεί και κατ’ ουσίαν…»
«…Ωστόσο, τόσο κατά την επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή όσο και κατά τη συζήτηση της κρινόμενης ανακοπής ο καθ’ ου δεν προσκόμισε ούτε επέδειξε πληρεξούσιο έγγραφο από το οποίο να αποδεικνύεται η χορήγηση πληρεξουσιότητας του καθ’ ου πιστωτικού συνεταιρισμού προς τον δικηγόρο Σερρών Ευστάθιο Τζαμπάζη που υπογράφει την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή. Συνακόλουθα, πρέπει ο υπό κρίση πρώτος λόγος της ανακοπής να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, παρελκούσης της εξέτασης των υπόλοιπων λόγων, καθόσον, επί ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αρκεί να γίνει δεκτός ένας λόγος που επιφέρει την ακυρότητα τν προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, καθιστώντας την εξέταση των υπολοίπων λόγων άνευ αντικειμένου…»
ΑΠΟΦΑΣΗ 6587/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΝΕΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«…Ο όψιμος ισχυρισμός της ενάγουσας δε, έντεκα έτη μετά την ολοκλήρωση της προκείμενης συναλλαγής, πως εξαπατήθηκε από τον έμπειρο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές εναγόμενο, που καταχράστηκε την εμπιστοσύνη της ως αδαούς επενδύτριας, δεν αποδεικνύεται βάσιμος κατ’ ουσία και αντιβαίνει στην κοινή λογική, καθώς η ενάγουσα δεν αποτελούσε ούτε αποτελεί μία αδαή επενδύτρια, αλλά είχε κατά το έτος 2006 σημαντική εμπειρία περί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, παρέχοντας ήδη από το έτος 2005 προς επένδυση σε μετοχές και λοιπά χρηματοοικονομικά προιόντα το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 300.000 ευρώ περίπου, ποσό δεκαπλάσιο κατά προσέγγιση από το ποσό των 30.480 ευρώ που επένδυσε για την αγορά των ένδικων μετοχών. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκε καμία παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, σε βάρος της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η κύρια βάση της αγωγής που στηρίζεται στην αδικοπραξία του εναγομένου να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και ο εναγόμενος συμφώνησαν πως με το συνολικό ποσό των 30.480 ευρώ που κατέθεσε η ενάγουσα σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εναγομένου θα αγοράζονταν 62.205 μετοχές της τράπεζας …………… αντί ποσού 0,49 ευρώ ανά μετοχή, όπως αβάσιμα εκθέτει η ενάγουσα στην πρώτη επικουρική βάση της αγωγής περί ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου, η οποία είναι επίσης απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Τέλος, δεν αποδείχθηκε πως ο εναγόμενος έγινε πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, απορριπτομένης και της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 44/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών-Ανακοπές
… Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερών διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ.4 περ.α’ του ν.2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου της συναλλαγές αυτές. Οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους , αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες , ακόμα και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους.
…Ο πιστοδότης ως άνω πιστωτικός Συνεταιρισμός (καθ’ ου η ανακοπή) ήταν «προμηθευτής» υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ.4 περ.β του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018), ενώ οι ανακόπτουσες ήταν καταναλωτές βάσει του άρθρου 1 παρ.4 περ.ββ’ του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018), με την επισήμανση ότι η δεύτερη εξ’ αυτών εγγυήτρια δεν αποδείχθηκε ότι ενήργησε παρέχοντας εγγύηση στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας της, εξυπηρετώντας δηλαδή με την παρασχεθείσα εγγύηση και τα δικά της οικονομικά συμφέροντα. Περαιτέρω, μεταξύ των διαδίκων-συμβαλλομένων στην ένδικη σύμβαση πίστωσης συμφωνήθηκε ο εκτοκισμός της χρηματικής οφειλής των ανακοπτουσών, με έτος 360 αντί του έτους 365 ημερών σύμφωνα με τον καταχρηστικό, παράνομο και άκυρο υπ’αριθμ. 11δ’ ΓΟΣ.
…Επισημαίνεται ότι ο καθ’ου η ανακοπή δεν πρόβαλε ούτε άρνηση του γεγονότος του υπολογισμού από αυτόν των τόκων με βάση το «λογιστικό» έτος των 360 ημερών ούτε αντένσταση περί των ευλόγων λόγων, που δικαιολογούσαν, κατ΄εξαίρεση, τη χρήση του λογιστικού έτους των 360 ημερών αντί του πραγματικού έτους των 365 ημερών και τη συνακόλουθη κατά 1,38889% ημερήσια επιπλέον επιβάρυνση των τόκων. Ωσαύτως, το ακριβές ύψος αυτής της παράνομης και καταχρηστικής χρέωσης ένεκα της εφαρμογής του «λογιστικού» έτους των 360 ημερών, δεν μπορεί να προσδιοριστεί από τα προσκομισθέντα κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής έγγραφα, προσέτι, η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την απόδειξη με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης, δοθέντος ότι δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους παρανόμως υπολογισθέντων ποσών, με συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του ύψους της παράνομης επιβάρυνσης στη χρέωση των ανακοπτουσών και αντίστοιχα της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, για την οποία εξεδόθη η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και η πληττόμενη επιταγή προς πληρωμή. Ως εκ τούτου, η απαίτηση του καθ΄ου καθίσταται ανεκκαθάριστη στο σύνολό της, λαμβανομένου υπόψη ότι αφενός δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί το ακριβές ποσό της απαίτησης και αφετέρου δεν μπορεί να λάβει χώρα μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το ποσό των μη οφειλόμενων τόκων και επικύρωσή της κατά το υπόλοιπο και πράγματι οφειλόμενο ποσό.
ΑΠΟΦΑΣΗ 45/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών-Ανακοπές
… Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ.4 περ.α’ του ν.2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου της συναλλαγές αυτές. Οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους , αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους.
…Ο πιστοδότης ως άνω πιστωτικός Συνεταιρισμός (καθ’ ου η ανακοπή) ήταν «προμηθευτής» υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ.4 περ.β του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018), ενώ οι ανακόπτουσες ήταν καταναλωτές βάσει του άρθρου 1 παρ.4 περ.ββ’ του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018). Στους 1ο και 14ο όρους της ένδικης σύμβασης περιέχεται η επιβάρυνση του ανακόπτοντος με την εισφορά του ν. 128/1975 , με αντίστοιχη απαλλαγή του καθ’ ου η ανακοπή από αυτής (εισφορά). Πέραν της ευθείας αντίθεσης στο νόμο ως προς την επιβολή της εισφοράς σε βάρος του ανακόπτοντος, αφού το καθοριζόμενο στο ν.128/1975 μοναδικό, σαφές υποκείμενο απόδοσης της εν λόπγω εισφοράς είναι τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, επιπλέον στο κείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης δεν προβλέπεται αιτία (causa) επιδόσεως (acyurirendi credenti) ως προς τη συγκεκριμένη παροχή, ήτοι δεν υφίσταται ειδική αιτιολογία για τη συμβατική μετακύλιση αυτής της συμφοράς και επομένως, η συμφωνία ελευθέρως τυγχάνει άκυρη. Οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι είναι άκυροι, καταχρηστικοί και αδιαφανείς, καθόσον δημιουργούν πρόσθετη επιβάρυνση σε βάρος του ανακόπτοντος, ενόψει του ότι η εισφορά του ν.128/1975 αποτελεί δημοσιονομικό βάρος, που επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, εις τρόπον ώστε μόνο τυπικός νόμος και όχι σύμβαση να είναι δυνατό να επιβάλλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος σε πολίτες (αρθ.75Σ) και ως εκ τούτου, η κατά κυριολεξία μετάθεση του φόρου θα σήμαινε τουλάχιστον καταστρατήγηση του νόμου, που προέβλεψε για συγκεκριμένο λόγο της εισφορά. Περαιτέρω, από τα αποσπάσματα τωβ εμπορικών βιβλίων του καθ’ ου η ανακοπή, αποδεικνύεται ότι από την αρχή της λειτουργίας της ένδικης συμβάσεως, ο καθ’ ου η ανακοπή Συνεταιρισμός, όχι μόνο μετακυλούσε παράνομα την εισφορά του ν.128/1975 στον ανακόπτοντα, αλλά επιπλέον, κεφαλαιοποιούσε την εν λόγω εισφορά κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, προέβαινε δε και σε παράνομο ανατοκισμό της, αφού στο εκάστοτε πρκύπτον κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) , οι οποίοι περιείχαν και ποσά εισφοράς του ν.128/1975, στο νέο δε προκύπτον κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους , οι οποίοι, επίσης, περιείχαν και την ανωτέρω εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς).
ΑΠΟΦΑΣΗ 1925/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Ειδικότερα, και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα παρά των εναγόντων πραγματικά περιστατικά δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων τους, στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, καθόσον οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αδικοπραξία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 919 ΑΚ, η επίκληση δε και μόνο ότι οι εναγόμενοι προέταξαν την ικανοποίηση απαιτήσεων άλλων δανειστών της εταιρίας με την επωνυμία «…………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» και όχι του δικαιοπαρόχου αυτών (εναγόντων) δεν συνιστά την επικαλούμενη από τους τελευταίους αδικοπραξία του άρθρου 919 ΑΚ ώστε να ενέχονται αυτοί (εναγόμενοι) προσωπικά προς αποζημίωση τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην άνω μείζονα νομική σκέψη. Τα πρωτοβάθμιο όμως Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως των εναγομένων, όπως όφειλε, αλλά την έκρινε ως νόμω αβάσιμη και την απέρριψε ως τέτοια, κρίνοντας κατ’ αποτέλεσμα ορθά πλην όμως η αιτιολογία της απορρίψεως είναι εσφαλμένη…
ΑΠΟΦΑΣΗ 470/2022
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«Τα χρήματα αυτά δεν είναι απαραίτητο να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς είναι νομικά αδιάφορο, αν οι επενδυτικές εργασίες είχαν, όντως πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας, είτε όχι, αλλά αρκεί το γεγονός ότι αυτά δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία, χωρίς να τίθεται από το νόμο, ως όρος, η εκτέλεση μιας, τουλάχιστον, χρηματιστηριακής συναλλαγής ή η ύπαρξη στο χαρτοφυλάκιο των τίτλων αυτής. Άλλωστε, δεν είχε τεθεί χρονικό όριο για την επένδυση των εν λόγω χρηματικών ποσών από την πρώτη εναγομένη Α.Ε.Π.Ε.Υ. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου, ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης με διάφορο περιεχόμενο δεν αποδείχθηκε από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα καταθετήρια-παραστατικά τραπεζών. Μόνο δε το γεγονός ότι κάποιοι ενάγοντες διατηρούσαν ένα σταθερό χρηματικό ποσό, κατατεθειμένο σε λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι ικανό να καταδείξει την ύπαρξη άλλου είδους σχέσης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, δυνάμει των συμβάσεων αυτών, ανέθεσαν στην αντισυμβαλλόμενή τους εταιρεία, τη διαχείριση των κατατεθειμένων σ’ αυτήν χρημάτων για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών για αόριστο χρόνο. Ήδη δε, το εναγόμενο έχει αποζημιώσει και επενδυτές, που είχαν καταθέσει μόνο χρήματα στην πρώτη εναγόμενη.»
… «το αναιρεσείον προβάλλοντας πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του, που πρότεινε με τις από 7-1-2020 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, περί απαραδέκτου της αγωγής, ως προς τον έκτο αναιρεσίβλητο μεν λόγω της υποβολής εκπρόθεσμης αναγγελίας της απαίτησης του προς τον Επόπτη Εκκαθάρισης ως προς τους υπόλοιπους αναιρεσίβλητους δε, λόγω παντελούς έλλειψης αναγγελίας τους για το αναφερόμενο μέρος των απαιτήσεων του καθενός. Ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι ο άνω ισχυρισμός δεν αποτελεί «πράγμα» κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, αλλά αρνητικό κατά της αγωγής των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων ισχυρισμό, ενόψει του ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4α του Ν.1806/1988 προθεσμία, εντός της οποίας οι επενδυτές πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους προς τον Επόπτη Εκκαθάρισης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση της ευθύνης του αναιρεσείοντος, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για το παραδεκτό της κατ’ αυτού αγωγής αποζημίωσης των ζημιωθέντων επενδυτών.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 5301/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)
«Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι η πρώτη καθ΄ ης, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για έκδοση της δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά προς τούτο, καθόσον είχε πωλήσει και μεταβιβάσει την ένδικη απαίτηση στην εταιρεία «……….» (διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας τυγχάνει η δεύτερη καθ’ ης), η οποία ήταν πλέον η μοναδική δικαιούχος της απαίτησης και η μόνη που νομιμοποιούνταν ενεργητικά να καταθέσει την επίδικη αίτηση. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, καθόσον από τα ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης (ο οποίος είναι η 17-7-2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεση, και όχι η 15-7-2020, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η δεύτερη καθ’ ης) προς έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής η πρώτη καθ’ ης δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά, καθόσον την ίδια ημέρα είχε συντελεστεί η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης στην εταιρεία «…………..» η οποία έκτοτε ήταν η μοναδική δικαιούχος αυτής και μόνο αυτή (δια της ειδικής διαχειρίστριάς της-δεύτερης καθ΄ ης) νομιμοποιούνταν ενεργητικά στην υποβολή αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 4157/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)
«Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 450 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, για τη θεμελίωση αξίωσης επίδειξης εγγράφου είναι αρκετή και η ύπαρξη απλού εννόμου συμφέροντος συνιστάμενου στη γνώση του εγγράφου, χωρίς να απαιτείται καν η ύπαρξη αξίωσης κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 ΑΚ, είναι απαραίτητη για την επίδειξη πράγματος. Οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο εν λόγω άρθρο (902 ΑΚ), που εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον και αναφέρονται περιοριστικά είναι οι ακόλουθες: α) το έγγραφο να συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφορά αποκλειστικά το συμφέρον αυτού, αλλά αρκεί να έχει συνταχθεί και προς το συμφέρον του, β) να πιστοποιεί έννομη σχέση η οποία να αφορά και τον αιτούντα και γ) να σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα είτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου. Την επίδειξη εγγράφων ρυθμίζουν, εκτός από τα άρθρα 901-903 του ΑΚ, και οι διατάξεις των άρθρων 450-452 του ΚΠολΔ, οι οποίες δεν κατάργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι ειδικότερες αυτών και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμεύσει προς απόδειξη. Αντίθετα οι διατάξεις του ΑΚ εφαρμόζονται μόνο όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξίωσης (ΕφΑθ 2456/2002 ΕΕμπΔ 2002, 331). Επίσης γίνεται δεκτό, τόσο από την θεωρία όσο και από τη νομολογία, ότι σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου αυτός που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 παρ.1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος ενώ μπορεί, ακόμα, εκτός από τη διατασσόμενη επίδειξη του εγγράφου, να διαταχθεί και η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του. Η λύση δε της ως άνω διαφοράς δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692 παρ, 4. ΚΠολΔ, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται η εξασφάλιση δεν είναι το της επίδειξης, το οποίο καθ’ αυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το ουσιαστικό, η δε επίδειξη απλώς προπαρασκευάζει την απόδειξη αυτού. Όπως συνάγεται, επίσης, από τις πιο πάνω διατάξεις, προϋποθέσεις της αξίωσης προς επίδειξη εγγράφων με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι η υποβολή σχετικού αιτήματος, ο προσδιορισμός του εγγράφου και του περιεχομένου του, η κατοχή του εγγράφου από τον καθ’ ου στρέφεται η αίτηση, η δυνατότητα χρησιμοποίησης των εγγράφων αυτών ως αποδεικτικών μέσων και έννομο προς τούτο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη (ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔνη 42, 681 – ΑΠ 1071/2000 ΕλλΔνη 42, 402 – ΜΠρΑθ 2560/2008 ΕΦΑΔ 2010, 101 – ΜΠρΑθ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001, 97 – ΜΠρΘεσ 24679/1997 Αρμ 1997, 1278 – MΠρΠειρ 3582/1995 Δ 1996, 658 – Παρμ. Τζίφρας, Ασφαλ. Μέτρα, έκδ. 4η, σελ. 344 επ.)»
ΑΠΟΦΑΣΗ 3441/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
«Συνεπώς, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν ανήγγειλαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους να ασκείται ως ανακοπή της διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικώς και καταλλήλως εφαρμοζόμενης, λόγω μη ύπαρξης παρόμοιας ρύθμισης στο ν.δ. 400/1970, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, δικάζοντος κατά την επιλεγείσα από τον νομοθέτη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για την άσκηση ανακοπών περί την εκκαθάριση του οφειλομένου σε κάθε πιστωτή ποσού. Περαιτέρω, η εν λόγω ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ μπορεί να ασκηθεί κατά την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου (όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 4 παρ.1 του Ν.4446/2016) έως την τελευταία διανομή. Είναι προφανές, ότι η προθεσμία αυτή δίδεται έως αυτήν την έσχατη στιγμή ακριβώς διότι η παράλειψη της αναγγελίας οφείλεται σε κάποια (υπαίτια ή ανυπαίτια) αδυναμία του δανειστή να ασκήσει την αξίωσή του εμπροθέσμως, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η άγνοιά του για την εξελισσόμενη διαδικασία, και με το δεδομένο ότι αυτός ουδέν συμφέρον, παρά μόνο βλάβη μπορεί να έχει από την καθυστέρηση, με απώτερο σκοπό να ικανοποιηθεί κάθε αληθής αξίωση, μέχρι την εξάντληση του προϊόντος της διανομής. Αντιθέτως, η βραχεία προθεσμία των αντιρρήσεων του ως άνω άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 υπαγορεύεται από τη φύση των αντιρρήσεων αυτών κατά του πίνακα ασφαλισμένων, όπως ακριβώς και εκείνων του άρθρου 95 του ΠτΚ κατά της διαδικασίας της επαλήθευσης, όπου προβλέπεται ακόμα πιο βραχεία προθεσμία. Και στις εν λόγω (δύο παρεμφερείς) περιπτώσεις, ο ήδη αναγγελθείς πιστωτής γνωρίζει τόσο τη γενική εξέλιξη της συλλογικής διαδικασίας όσο και ειδικότερα την επικείμενη δημοσίευση των συμπερασμάτων της επαλήθευσης και ουδένας λόγος συντρέχει για να καθυστερήσει στην έγερση των παραπόνων του ούτε βέβαια γεννάται ζήτημα άγνοιάς του περί την εξέλιξη της διαδικασίας, δεδομένου ότι αυτός προέβη σε αναγγελία, δηλαδή ο ίδιος συμμετέχει ενεργά στη συλλογική διαδικασία, επιδιώκοντας την ικανοποίηση των συμφερόντων του. Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει σε περίπτωση παράλειψης αναγγελίας, όπου συνήθως ο πιστωτής αγνοεί την εξέλιξη της διαδικασίας ή από κάποιο κώλυμα εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της προβλεπόμενης αναγγελίας. Πέραν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ αφορά μόνο στις μεταγενέστερες αυτής διανομές και δεν αναστέλλει εκείνες τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί. Εκ του λόγου αυτού συνάγεται ότι ουδέν ζήτημα γεννάται ως προς την εκτέλεση των διανομών που προηγήθηκαν, στις δε μεταγενέστερες διανομές θα συμπεριληφθεί και ο ανακόπτων, κατά το μέτρο του δικαιώματος που θα του αναγνωριστεί από το δικαστήριο της ανακοπής.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 2354/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
“Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθ’ ο μέρος απέρριψε την αγωγή κατά του δεύτερου εναγομένου, ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι η ευθύνη αυτού δεν είναι άμεση και ευθεία, ομού με το χρηματιστή που περιήλθε σε αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, αλλά επικουρική, γι’ αυτό και τούτο, δεν μπορεί να εναχθεί είς ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, επιπροσθέτως, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν οριστική και μη αναστρέψιμη αδυναμία της πρώτης εναγομένης, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ως εκ τούτου η από 4-10-2013 έφεση, κατ’ αποδοχή και του σχετικού (πρώτου) λόγου της, πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς το δεύτερο εναγόμενο, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη.”
ΑΠΟΦΑΣΗ 3386/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ 14ο)
ΔΙΚΑΙΟ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ-ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Περαιτέρω, η προαναφερόμενη παράνομη και υπαίτια (από αμέλεια) λήψη, χρήση και ανακοίνωση των προσωπικών οικονομικών στοιχείων της ενάγουσας από τα όργανα της πρώτης εναγόμενης προς την……. FUND και δι’ αυτής στη δεύτερη εναγομένη, χωρίς προηγούμενη ειδική πληροφόρηση της ενάγουσας προσέβαλε την προσωπικότητα αυτής ως προς την έκφανση της πληροφοριακής αυτοδιάθεσης και προκάλεσε αμφισβήτηση της πιστοληπτικής της ικανότητας αυτής, γεγονός που επέφερε διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας της, αλλά και σοβαρή μείωση της κοινωνικής υπόληψης και της επαγγελματικής αξιοπιστίας της.
….η Διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας και η μείωση της κοινωνικής υπόληψης και επαγγελματικής αξιοπιστίας της επήλθε από την παράνομη λήψη, χρήση και ανακοίνωση αυτών και δεν θα επερχόταν, αν τα όργανα της πρώτης εναγόμενης ενημέρωναν, προηγουμένως την ενάγουσα και δεν έκαναν χρήση των οικονομικών στοιχείων της, οπότε δεν θα αποκαλυπτόταν τα δυσμενή οικονομικά στοιχεία της και δεν θα διαταρασσόταν η ψυχική ηρεμία της, ούτε θα εγειρόταν αμφισβήτηση της πιστοληπτικής ικανότητάς της.
…επομένως, η ενάγουσα από την παράνομη και υπαίτια προσβολή των προσωπικών δεδομένων της υπέστη ηθική βλάβη, για την οποία δικαιούται να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση από την πρώτη εναγομένη, τα όργανα της οποίας, κατά τη λήψη, χρήση και ανακοίνωση των προσωπικών δεδομένων της χωρίς ενημέρωσή της, όφειλαν να γνωρίζουν την επέλευση της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης.
ΑΠΟΦΑΣΗ 1079/2020
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«Η απόδειξη αυτή δεν αντλείται μόνο από τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία που τηρεί η ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 27 και 28 του ν.1806/1988 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά μπορεί να βασιστεί και σε άλλα έγγραφα στοιχεία προερχόμενα από την ΑΕΠΕΥ, όπως είναι οι έγγραφες συμβάσεις διαχείρισης χαρτοφυλακίου που αυτή συνάπτει με τους πελάτες της επενδυτές και τα ενημερωτικά δελτία που εκδίδει και αποστέλλει περιοδικά στους τελευταίους. Ο περιορισμός μόνο στις προαναφερόμενες εγγραφές στα βιβλία της ΑΕΠΕΥ για την απόδειξη της ύπαρξης των απαιτήσεων των επενδυτών, που αξιώνουν από το αναιρεσείον την καταβολή της προβλεπόμενης περιορισμένης αποζημίωσης για τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της οριστικής ή μη αναστρέψιμης αδυναμίας της ΑΕΠΕΥ προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό ορισμένων επενδυτών, που συγκεντρώνουν όλες τις ουσιαστικές προυποθέσεις του νόμου, από το δικαίωμα της πιο πάνω αποζημίωσης, για λόγους μη εξαρτώμενους από τους ίδιους, αλλά εντασσόμενους στη σφαίρα δράσης της ΑΕΠΕΥ, η οποία παρέλειψε να ενεργήσει τις αναγκαίες εγγραφές στα βιβλία της για ορισμένους επενδυτές της, των οποίων η ύπαρξη των απαιτήσεων εναντίον της προκύπτει από άλλα αξιόπιστα στοιχεία της ΑΕΠΕΥ. Με την αποκρουόμενη αυτή εκδοχή επιρρίπτονται στον επενδυτή οι συνέπειες από τις εσωτερικές πλημμέλειες της ΑΕΠΕΥ κατά την τήρηση και ενημέρωση των βιβλίων της, τις οποίες εκείνος δεν γνώριζε ούτε ήταν σε θέση να αποτρέψει. Άλλωστε μια τέτοια εκδοχή αντιστρατεύεται το σκοπό της πιο πάνω Οδηγίας, αφού αφήνει εκτός του προστατευτικού πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας αυτής απαιτήσεις επενδυτών, που απορρέουν από την παροχή εκ μέρους της ΑΕΠΕΥ καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 11148/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
"Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, στο σύνολό της, ως νόμω αβάσιμη. Τούτο διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα παρά των εναγόντων πραγματικά περιστατικά δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων τους, στηριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ και δεν παρέχεται σε αυτούς δικαίωμα, υπό την ιδιότητα τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του δικαιοπαρόχου τους, αποζημίωσης. Ειδικότερα, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η επικαλούμενη στην αγωγή συμπεριφορά των εναγομένων (πλήν του πέμπτου εξ’ αυτών, ως προς τον οποίο έχει επέλθει διακοπή της δίκης, κατά τα ανωτέρω) συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά, υπό την έννοια της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, αποδέκτης των επιζήμιων ενεργειών και παραλείψεων των εναγομένων, άμεσα ζημιωθείσα και, τελικά, δικαιούχος της οποίας εκ της αιτίας αυτής αποζημίωσης είναι μόνο η ανώνυμη εταιρεία και όχι οι ενάγοντες, οι οποίοι, ως δικαιοδόχοι του δανειστή της εταιρείας δικαιοπαρόχου τους, φέρουν μόνο την ιδιότητα των εμμέσως ζημιωθέντων, εκ της εκ μέρους των αντιδίκων τους κακοδιαχείρισης.
…μόνο δε το γεγονός της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εταιρείας και της υπαγωγής της σε ειδική εκκαθάριση δεν αναιρεί την κληρονομηθείσα εκ της ανωτέρω αιτίας συμβατική αξίωση του δικαιοπαρόχου τους, την οποία και δύνανται να αναγγείλουν, ικανοποιούμενοι, εν όλω ή, έστω, εν μέρει, μέσω της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας."
ΑΠΟΦΑΣΗ 14727/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Νέα Τακτική Διαδικασία)
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Ωστόσο η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη. Και τούτο καθώς αναφορικά με το φερόμενο ως οφειλόμενο από τον εναγόμενο ποσό (76.277,61 ευρώ), που κατά τα μνημονευόμενα στην αγωγή προκύπτει από το κλείσιμο του λογαριασμού με κωδικό πελάτη ….ΔΑ-ΠΑΡΑΓ, η ενάγουσα παραθέτει στην αγωγή τις κινήσεις του λογαριασμού, όχι από την ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης (24-1-2014) προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο ανωτέρω λογαριασμός, αλλά από την 4-3-2014. Μάλιστα η ενάγουσα αναφέρει ως πρώτο κονδύλιο του ως άνω λογαριασμού το χρεωστικό για τον εναγόμενο συνολικό ποσό 3.846,64 ευρώ, χωρίς όμως να προσδιορίζει την ακολουθία καταχώρησης κονδυλίων χρεοπιστώσεων (στο πλαίσιο φερόμενης εκτέλεσης εντολών), από την οποία προέκυψε αυτό το ποσό.
ΑΠΟΦΑΣΗ 6385/2019
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ 16Ο)
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
…Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η παραπομπή από την Οδηγία 97/9 στην Οδηγία 93/22 καλύπτει εν μέρει το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 97/9, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας είναι ευρύτερο εκείνου της Οδηγίας 93/22, διότι ενώ η Οδηγία 93/22 αναφέρεται μόνο σε τίτλους, η Οδηγία 97/9 ρητώς καταλαμβάνει και προστατεύει και την κατάθεση κεφαλαίων προς επένδυση (βλ. σκέψη 8 στο προοίμιο της παραπάνω Οδηγίας όπου αναφέρει ότι «όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, στα οποία θα συμμετέχουν όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, ότι αυτό το σύστημα πρέπει να καλύπτει τα κεφάλαια ή τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις ενός επενδυτή, κατά τα οποία σε περίπτωση αδυναμία της επιχείρησης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες-επενδυτές δεν καθίσταται δυνατόν να επιστραφούν στον επενδυτή…) Τούτο είναι εύλογο, διότι για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, ο επενδυτής μπορεί να μην καταθέτει στον διαμεσολαβητή τίτλους, αλλά κεφάλαιο προς επένδυση (για αγορά τίτλων). Αν η πράξη αυτή δεν προστατευόταν από την νομοθεσία, κατ’ ουσίαν για όσο διάστημα ο διαμεσολαβητής κρατούσε κεφάλαια χωρίς να τα επενδύει και κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανακαλείτο η άδεια λειτουργίας του, ο (μικρο)επενδυτής θα παρέμενε απροστάτευτος. Η Οδηγία 97/9 επιβάλλει στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν «σύστημα αποζημίωσης» των επενδυτών στην επικράτειά τους.
….Επομένως, η αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου εναγομένου είναι καθ’ όλα ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 345, 346 και 70 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος επιδίκασης τόκων υπερημερίας από την αναγγελία της απαίτησης των εναγόντων, το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 66 παρ.3γ’ και 67 παρ.1 του ν.2533/1997 προκύπτει ότι μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταβολής αποζημιώσεων από το δεύτερο εναγόμενο δεν υποχρεούται σε καταβολή τόκων επί του ποσού της αποζημίωσης και επομένως δεν οφείλει τόκους από την αναγγελία της απαίτησης του δικαιούχου, αλλά μόνον από την επίδοση της σχετικής αγωγής κατ’ αυτού. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθ’ ο μέρος απέρριψε την αγωγή κατά του δεύτερου εναγομένου ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι αυτό δεν μπορεί να εναχθεί εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, αφού οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν οριστική και μη αναστρέψιμη αδυναμία της πρώτης εναγομένης προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ως εκ τούτου η έφεση, κατ’ αποδοχή του σχετικού (πρώτου) λόγου της, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς το δεύτερο εναγόμενο, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος της αυτό, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (535 παρ.1 ΚΠολΔ) να ερευνηθεί η αγωγή περαιτέρω ως προς το δεύτερο εναγόμενο, καθ’ ο μέρος ως προς αυτό είναι κατά τα ανωτέρω νόμιμη, για να κριθεί αν είναι βάσιμη στην ουσία της.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των νομοτύπως προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η υπ’ αριθμ. 37654/28.2.2019 ένορκη κατάθεση του Κ.Κ ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ.Α. η οποία δόθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ρυθμίζουν το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων και των ενόρκων βεβαιώσεων (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλΔ/νη 1987, 628, ΑΠ 100/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ631/2004 ΕλΔ/νη 2006)
…Τα χρήματα αυτά δεν ήταν απαραίτητο να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς είναι νομικά αδιάφορο αν οι επενδυτικές εργασίες είχαν όντως πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση της άδεια λειτουργίας της εταιρείας είτε όχι, αλλά αρκούσε το γεγονός ότι αυτά δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία, χωρίς να τίθεται από το νόμο, ως όρος, η εκτέλεση μίας τουλάχιστον χρηματιστηριακής συναλλαγής ή η ύπαρξη στο χαρτοφυλάκιο τίτλων αυτής. Άλλωστε, δεν είχε τεθεί χρονικό όριο για την επένδυση λόγω των εν λόγω χρηματικών ποσών από την πρώτη εναγομένη Α.Ε.Π.Ε.Υ. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης με διάφορο περιεχόμενο δεν αποδείχθηκε από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε από τα προσκομιζόμενα από αυτό (το πρώτον στην από κλήση από παραπομπή του Αρείου Πάγου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), καταθετήρια-παραστατικά τραπεζών. Μόνο δε το γεγονός ότι οι ενάγοντες διατηρούσαν ένα σταθερό χρηματικό ποσό κατατεθειμένο σε λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι ικανό να καταδείξει την ύπαρξη άλλου είδους σχέσης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, δυνάμει των συμβάσεων αυτών, η διάρκεια των οποίων ορίστηκε αορίστου χρόνου, ανέθεσαν στην αντισυμβαλλόμενη τους εταιρία, τη διαχείριση των χρηματικών ποσών και τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, έως ότου προβούν σε μία συμφέρουσα προς αυτούς επένδυση, με τον τρόπο που θα επέλεγε εκείνη, με σκοπό την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού κέρδους. Ήδη το εναγόμενο έχει αποζημιώσει επενδυτές που είχαν καταθέσει μόνο χρήματα.
ΑΠΟΦΑΣΗ 4140/2019
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ-ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
…Περιουσιακό αγαθό θεωρείται και η μετοχή, ως αξιόγραφο, η οποία, εκτός της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής και δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρείας, η οποία υπολογίζεται ύστερα από εκτίμηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη στιγμή (ΟλΑΠ 14/1999 ΕλλΔ 40.759)….
……Στην περίπτωση αυτή όταν δηλαδή η ζημιογόνος πράξη που αποτελεί και αδικοπραξία στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό τούτο πρόσωπο της εταιρείας, νομιμοποιούμενο να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, κατά τους όρους του αρ. 22β του ν 2190/1920. Οι κατ ΄ ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας, τυχόν υφιστάμενοι έμμεση ζημία που μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή τη μείωση της εσωτερικής αξίας τους, ή τη διανομή μικρότερου μερίσματος δεν έχουν και αυτοί παράλληλα αξίωση αποζημιώσεως, για τη ζημία τους αυτή, διότι δεν είναι οι αμέσως, από την αδικοπραξία, ζημιωθέντες (ΕφΑθ 877/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που από αδικοπραξία τρίτου προξενήθηκε ζημία στο νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας (ΕφΑθ 924/1998 ΕλλΔ 40. 407)……………Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών συνάγεται, ότι δε δημιουργείται ευθύνη των μελών της διοίκησης, έναντι των κατ΄ ιδίαν μετόχων και, συνακόλουθα, δεν παρέχεται στους τελευταίους δικαίωμα άσκησης ατομικής αγωγής, για την αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας τους, η οποία αποκαθίσταται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, μόνο μέσω του νομικού προσώπου της εταιρείας, με την έγερση της εταιρικής αγωγής, που ασκείται σε κάθε περίπτωση, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται η έμμεση ζημία που υπέστησαν οι μέτοχοι, από την κακή διαχείριση της εταιρικής περιουσίας, εκ μέρους των μελών της διοίκησης, αφού, με την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας αποκαθίσταται και η ζημία των μετόχων (Ρόκας, Εμπορικές Εταιρείες, 1996 παρ. 29 σελ 227 και παραπομπές εκεί στη νομολογία ΑΠ 1483/2010 ΔΕΕ 2011 569. ΑΠ 1888/2005 ΔΕΕ 2006 392, ΑΠ 725/2004 ΕΛΛΔνη 45. 1519. ΑΠ 1405/1998 ΔΕΕ 1998. 972)…………………….
ΑΠΟΦΑΣΗ 1275/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (Α1 ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
…θεωρείται δηλαδή με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από την έννοια της «επενδυτικής εργασίας», ως καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία, σε σχέση με την απαίτηση αποζημίωσης, όχι μόνο κάθε πράξη λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, αλλά και η πράξη κατάθεσης κεφαλαίων σε σχέση, όμως, με τέτοιες επενδυτικές εργασίες, ανεξάρτητα αν είχαν πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της ανάκλησης.
…με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας με το να δεχθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι τυγχάνουν αποζημιώσεως από το …………………διότι, ένας έκαστος αυτών: είχε καταρτίσει με την εταιρεία ……….. σύμβαση παροχής επενδυτικής υπηρεσίας λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, στην οποία περιέχονταν οι γενικοί όροι των συναλλαγών που ρύθμιζαν τις μεταξύ τους συναλλακτικές σχέσεις αναφορικά με τη λήψη, αποδοχή και εκτέλεση ή περαιτέρω διαβίβαση προς εκτέλεση εντολών (παραγγελιών) σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, κατέθεσε χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας………………….., διατηρούσε ένα σταθερό χρηματικό ποσό κατατεθειμένο στο λογαριασμό της εταιρείας έως ότου προβεί σε μια συμφέρουσα επένδυση, η εταιρεία…………. λειτουργούσε ως θεματοφύλακας
ΑΠΟΦΑΣΗ 129/2019
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ωστόσο, ο ανατοκισμός της εισφοράς του Ν.128/1975 δεν είναι νόμιμος, εφόσον, τόσο κατά το προισχύον (βλ.άρθρο 8 περ.6 του Ν.1083/1980 και την υπ’ άριθμ. 289/1980 απόφαση της Νομισματική Επιτροπής), όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς ( άρθρο 12 του Ν.2601/1998, άρθρο 30 του Ν.2912/2001 και άρθρο 39 του Ν.3259/2004), ανατοκισμός επιτρέπεται μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρΚερκ 664/2015, ΜΠΘεσς 10002/2016, δημ. σε ΤΝΠ Νόμος)…
ΑΠΟΦΑΣΗ 54/2018
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΡΟΔΟΛΙΒΟΥΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ειδικότερα, η επιβάρυνση της συνολικής οφειλής και με την εισφορά του ν. 128/1975 έρχεται σε προφανή αντίθεση με τις ρυθμίσεις του ν.2912/2001, κατά τον οποίο στην τελική οφειλή του δανειολήπτη δεν είναι επιτρεπτός ο συνυπολογισμός οποιασδήποτε περαιτέρω επιβάρυνσης και ειδικότερα οποιουδήποτε φόρου, τέλους, εισφοράς ή εξόδων. Άλλωστε, η διαλαμβανόμενη στην αρχή του άρ. 42 του ν.2912/2001 φράση «Κατ’ εξαίρεση των κείμενων διατάξεων» αναμφισβητήτως υποδηλώνει την επιθυμία του νομοθέτη να απαλλάξει τον δανειολήπτη από υπέρμετρη επιβάρυνση αλλά και να οριοθετήσει την εν γένει έκταση των εκ του δανεισμού υποχρεώσεων του, είτε αυτές είναι συμβατικές (όπως η άνω εισφορά του ν.128/1975) είτε είναι νόμιμες ( όπως ο ΕΦΤΕ του ν.1676/1986 βλ. και την ΑΠ 1356/2012). Εξάλλου, ακόμη και η τυχόν αναγνώριση της οφειλής εκ μέρους ου ανακόπτοντος δεν καλύπτει την επιβολή του ανωτέρω άκυρου όρου, διότι η αποδοχή Γ.Ο.Σ εκ μέρους καταναλωτή, με την ένταξη τούτου στη συναφθείσα σύμβαση, δεν τον καθιστά έγκυρο, αν βέβαια ήταν άκυρος, διότι οι κανόνες για τον έλεγχο καταχρηστικότητας τους, με βάση τα κριτήρια των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν.2251/1994, είναι κανόνες αναγκαστικού δικαίου κατ’ άρθρο 3 ΑΚ, από την εφαρμογή των οποίων δεν είναι δυνατή η συμβατική παραίτηση που απαγορεύει την κατάχρηση ενός θεσμού. Επομένως, ο ανωτέρω όρος είναι άκυρος ως καταχρηστικός και ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να γίνει δεκτός.
ΑΠΟΦΑΣΗ 462/2018
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι να είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν. 128/1975, με τις οποίες (χρεώσεις) επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής) επιστήμης. Η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδειξιμότητα με έγγραφα, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού από τα εν λόγω αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων που προσκομίστηκαν από την καθ’ ης η αίτηση δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός λόγω του είδους των εγγράφων, αφετέρου δε λόγω της ενσωμάτωσης στο λογαριασμό των ποσών του ανατοκισμού της εισφοράς στα ποσά του ανατοκισμού των τόκων και εξόδων, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της καθ’ ης. Συνεπώς, ο παράνομος αυτός εκτοκισμός και ανατοκισμός των ποσών της εισφοράς γίνονταν με την ενσωμάτωση στο επιτόκιο υπολογισμού των πάσης φύσεως τόκων και προκύπτει τόσο από το απόσπασμα του λογαριασμού που τηρήθηκε, που δεν διακρίνει ως προς τους τόκους, αλλά και από τον ως άνω όρο της σύμβασης (ad hoc ΕφΛαμ 124/2007 Αρμ. (2009) 63.1190 και ΤΝΠ ΔΣΑ).
ΑΠΟΦΑΣΗ 2032/2018
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
«Ειδικότερα, όπως εξειδικεύεται ο λόγος στην ανακοπή, από τα αντίγραφα της κίνησης του λογαριασμού της πίστωσης, τα οποία προσκόμισε η εκκαλούσα για την έκδοση της διαταγής πληρωμής και τα οποία καλύπτουν διάστημα από 30-6-2010 μέχρι την καταγγελία που έλαβε χώρα την 17-6-2013, λείπει χρονικό διάστημα 5 ετών και 8 μηνών. Με το λόγο αυτό, ο οποίος έχει αρνητικό χαρακτήρα, οι ανακόπτοντες-εφεσίβλητοι αμφισβητούν ευθέως την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησης συνολικά και όχι απλώς το κατάλοιπο αυτής, αφού για την απόδειξη απαίτησης από αλληλόχρεο λογαριασμό είναι αναγκαία η επίκληση και προσκομιδή πλήρους καρτέλας κίνησης, εκτός αν υπάρχει αναγνώριση όπως προαναφέρθηκε, οπότε αρκεί να προσκομίζεται η κίνηση από το χρονικό σημείο αναγνώρισης και μετά.
ΑΠΟΦΑΣΗ 2180/2018
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
«Παρά ταύτα, η δανείστρια τράπεζα κατά τη λειτουργία και κίνηση της ένδικης σύμβασης χορήγησης της πίστωσης, αφού κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, στη συνέχεια ανατόκιζε τα ποσά της. Συγκεκριμένα, στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) που περιείχαν και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους που περιείχαν και την άνω εισφορά (εκτοκισμούς και ανατοκισμούς της εισφοράς)
ΑΠΟΦΑΣΗ 1749/2018
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Όμως ως προς τον τρίτο των εναγόντων-εφεσίβλητων, η ζημία του οποίου ανήλθε το ποσό των 30.000 ευρώ, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι ανήγγειλε αυτή του την απαίτηση, αφού το προσκομιζόμενο από τον ίδιο έγγραφο…
ΑΠΟΦΑΣΗ 1039/2018
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Όμως, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις, που αναλυτικά διατυπώθηκαν στη μείζονα πρόταση, οι απαιτήσεις των εναγόντων, υπάγονται στις καλυπτόμενες από την ευθύνη του δεύτερου των εναγομένων επενδυτικές υπηρεσίες του άρθρου 1 παρ.12 του ν.2533/1997, ερμηνευόμενων των διατάξεων αυτού, υπό το φως και το πρίσμα της 97/9/3 ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 03-03-1997, η οποία προστατεύει και καλύπτει το κεφάλαιο, που καταθέτει ο επενδυτής, σε…
ΑΠΟΦΑΣΗ 4826/2017
ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Οι εν λόγω αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί αντιφάσκουν ουσιαστικώς μεταξύ τους, καθόσον δεν μπορούν να ισχύουν συνάμα ως αληθείς, δεδομένου ότι η μεν πρώτη βάση προϋποθέτει ότι οι ενάγοντες δεν υπέγραψαν τις επίδικες πρόσθετες πράξεις, αλλά αυτές καταρτίστηκαν και υπογράφηκαν εν αγνοία τους από τους εναγόμενους, η δε δεύτερη προϋποθέτει ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν τις επίδικες πράξεις, αλλά αυτές είναι προϊόν απάτης, καθώς ο τρίτος εναγόμενος απέσπασε δολίως τις υπογραφές τους, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Η ένωση των ανωτέρω περισσότερων αντιφατικών αιτημάτων, αλλά και αντιφασκουσών βάσεων της υπό κρίση αγωγής, οι οποίες σωρεύονται αυτοτελώς και παραλλήλως και όχι επικουρικώς, δεν επιφέρει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ακυρότητα του δικογράφου, με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, όπως αβασίμως ζητούν οι εναγόμενοι (βλ. και ΕφΑθ 3815/1997 ΤΝΠ Νόμος), αλλά διατάσσεται, συμφώνως προς την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 218 του ΚΠολΔ, ο χωρισμός αυτών, με την έννοια, όμως, όχι της εκδίκασης της προτασσόμενης βάσης της αγωγής, γεγονός που μεταθέτει ανεπιτρέπτως το δικαίωμα και την ευθύνη της επιλογής από τον ενάγοντα στο δικαστήριο, αλλά με την έννοια της παροχής της δυνατότητας στους ενάγοντες να επιλέξουν ποιο από τα ανωτέρω αναφερόμενα αιτήματα και αναφορικά με το πρώτο αίτημα και με ποια βάση θα το ασκήσουν, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και να το εισαγάγουν στο δικαστήριο προς κρίση.
ΑΠΟΦΑΣΗ 2455/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται αυτοπροστασίας , διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευτεί ισότιμα τους όρους της δανειακής σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχριτην αντικατάσταση των διατάξεων των διατάξεων του ν.2251/1994 με το ν.3587/2007, δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου, και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη.
ΑΠΟΦΑΣΗ 2454/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Από τα 17 άρθρα (όρους χορήγησης της πίστωσης) της εν λόγω σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου δεν προκύπτει να συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975. Παρά ταύτα, η δανείστρια Τράπεζα, κατά τη λειτουργία και κίνηση της επίδικης σύμβασης χορήγησης δανείου, αφού κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, στη συνέχεια ανατόκιζε τα ποσά της. Συγκεκριμένα, στο κάθε φορά προκύπτουν υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) που περιείχαν και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους που περιείχαν και την άνω εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Από το προσκομιζόμενο από την καθ’ ης η ανακοπή (και ήδη εκκαλούσα) αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού ρύθμισης του τοκοχρεωλυτικού δανείου, που αφορά το χρονικό διάστημα από 27-09-2010 έως 31-01-2012, που έχει εξαχθεί από το μηχανογραφικό σύστημα της δανείστριας Τράπεζας, δεν προκύπτει το συνολικό ποσό επιβάρυνσης με τόκους της εισφοράς αυτής (Ν.128/1975), καθώς η τελευταία κεφαλαιοποιούνταν με τα ποσά των τόκων και δεν γίνεται καμία διάκριση αυτών. Συνέπεια των ανωτέρω, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ανεκκαθάριστη, λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους, βάσει της προεκτεθείσας αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της καθ’ης η ανακοπή Τράπεζας. Εξάλλου είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν.128/1975, με τις οποίες (χρεώσεις) επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται, λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής) επιστήμης. Η ακυρότητα δε των επιμέρους ποσών επηρεάζει την έγγραφη απόδειξη, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού από την εν λόγω μηχανογραφημένη κατάσταση (απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ης η ανακοπή τράπεζας), δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός μεν λόγω του είδους των εγγραφών, αφετέρου δε λόγω της ενσωμάτωσης στον λογαριασμό των ποσών του ανατοκισμού της εισφοράς στα ποσά του ανατοκισμού των τόκων και εξόδων, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της Τράπεζας.
ΑΠΟΦΑΣΗ 19601/2017 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Περαιτέρω, αναφορικά με τον δεύτερο εκκαλούντα, που ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της προστήσασας τον αυτουργό εταιρίας, ενώ είχε από το καταστατικό της εταιρίας και τα συναλλακτικά ήθη αλλά και το νόμο (αρθρ 14 και 25 ν.3606/2007), την υποχρέωση να μην απασχολεί ως συνεργάτη άτομο που δεν έχει πιστοποίηση για επενδυτικές συμβουλές, ώστε να αποφεύγεται κάθε ζημία των συναλλασσόμενων με αυτό πελατών της εταιρίας που εκπροσωπούσε, χρησιμοποιούσε μεν το ως προστηθέντα, προκειμένου να ανευρίσκει πελάτες και να τους συστήνει στην εταιρία παραλείποντας ταυτόχρονα κατά το χρονικό διάστημα που ήταν εκπρόσωπος του νομικού προσώπου να φροντίζει για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ασκώντας έλεγχο ώστε τα συνεργαζόμενα με την εταιρία του πρόσωπα (υπάλληλοι, προστηθέντες κ.λ.π) να ενεργούν με εντιμότητα και επαγγελματισμό και να λαμβάνει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών. Ειδικότερα, παρέλειψε από αμέλειά του να λάβει μέτρα και να καθιερώσει μηχανισμούς ελέγχου των πράξεων του άνω προστηθέντος ώστε να προστατέψει τα συμφέροντα και να διασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών που αυτός της σύστηνε, μεταξύ των οποίων και της ενάγουσας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο παραπάνω εναγόμενος δεν έλεγξε τον τρόπο που ο ανωτέρω προστηθείς έκανε χρήση των εγκαταστάσεων της εταιρίας όπου στην ουσία προσέφερε επενδυτικές συμβουλές στην ενάγουσα, μολονότι δεν ήταν πιστοποιημένος σύμβουλος και περαιτέρω με την ιδιότητα του στελέχους της εταιρίας που εμφανιζόταν με την ανοχή αυτής, έλαβε χρήματα από την ενάγουσα, τμήμα των οποίων δεν απέδωσε, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα. Αντίθετα, αν ο άνω εναγόμενος ασκούσε σχετικό έλεγχο θα αποτρέπονταν η προξενηθείσα στην ενάγουσα ζημία, από την υπεξαίρεση των χρημάτων που παρέδωσε προς επένδυση στον άνω προστηθέντα της, τμήμα των οποίων ο τελευταίος παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε, καθώς αφενός ο προστηθείς δεν θα ήταν δυνατό να λαμβάνει μετρητά χρήματα προς επένδυση και δη εντός των εγκαταστάσεων της εταιρίας που ο άνω εναγόμενος εκπροσωπούσε, ούτε υποδεικνύει ως ενδεδειγμένο τον ανωτέρω τρόπο συναλλαγής (με μετρητά), ο οποίος ήταν ιδιαίτερα επισφαλής για τα συμφέροντα των επενδυτών και μη συνήθης στην πρακτική της πρώτης εκκαλούσας, όπως κατάθεσε η εξετασθείσα μάρτυράς της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι τελικά δεν κατέστη εφικτό να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο τελικά και από ποιόν διαβιβάστηκε η εντολή της ενάγουσας για αγορά μετοχών στις 20-11-2018, αφού ούτε καταγραφή σχετικής συνομιλίας υπάρχει (αιτία για την οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο στην πρώτη εκκαλούσα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δυνάμει της υπ’ αριθ. 5/538/2010 απόφασή της) ούτε προσκομίζεται γραπτή εντολή της για την επένδυση των χρημάτων της. Με βάση όλα τα ανωτέρω περιστατικά που αποδείχθηκαν, υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω παράνομης παραλείψεως του εν λόγω εναγόμενου και της ζημίας της ενάγουσας. Πλέον των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πλην της αγωγής που άσκησε, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατέθεσε και την από 16-1-2009 μήνυση της, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των και για την πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού. Για την ανωτέρω πράξη αμφότεροι παραπέμφθηκαν στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης το οποίο με την υπ’ αριθ. 5419/2014 απόφασή του κήρυξε τους κατηγορούμενους αθώους, καθώς έκρινε ότι δεν τελέστηκε η πράξη της υπεξαίρεσης. Η ανωτέρω απαλλακτική απόφαση, δεν συνιστά δεδικασμένο στην παρούσα πολιτική δίκη κατά τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού η τελευταία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της ποινικής δίκης, η δε ανωτέρω απόφαση συνεκτιμάται στα πλαίσια της παρούσας δίκης (ΑΠ 344/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 215/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).
ΑΠΟΦΑΣΗ 17214/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Επομένως, κατά το χρόνο εγγραφής της προσημείωσης δεν υπήρχε ο τίτλος με βάση τον οποίο αυτή εγγράφηκε, αφού είχε ακυρωθεί.
Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η καθ’ ης κατέθεσε κατόπιν και δη στις 17.7.2017 έφεση κατά της παραπάνω απόφασης, αφού σε κάθε περίπτωση,
κατά το χρόνο εγγραφής της προσημείωσης η διαταγή πληρωμής με βάση την οποία εγγράφηκε είχε ήδη ακυρωθεί και συνεπώς δεν υπήρχε ο τίτλος στον οποίο στηρίχθηκε η εγγραφή. Επιπλέον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, σε περίπτωση εγγραφής προσημείωσης αυτοδυνάμως με τίτλο διαταγής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 724 παρ.1 ΚΠολΔ, για την εξάλειψη αυτής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον αυτή δεν έχει τραπεί σε υποθήκη,
αρκεί πιθανολόγηση της ακύρωσης της διαταγής πληρωμής, η οποία στην κρινόμενη περίπτωση όχι μόνο αποδεικνύεται ότι επήλθε σε πρώτο βαθμό αλλά επιπλέον, με δεδομένη την ήδη σε πρώτο βαθμό παραδοχή της ανακοπής, πιθανολογείται ότι θα επέλθει και σε δεύτερο βαθμό.
ΑΠΟΦΑΣΗ 2518/2017
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Έναντι του δικαιούχου της εισφοράς (Τράπεζας της Ελλάδας ) υπόχρεος για την καταβολή είναι το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος. Και βέβαια, είναι δυνατή η διά συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (ΑΚ 361, 471 επ.), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υποχρέωση ελευθερώσεως (ΑΚ 478). Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους (Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, σ.444, Κρητικός σε : AK Γεωργιάδη –Σταθόπουλου, άρθρο 478 αρ.2), σε κάθε περίπτωση δε υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ, ιδίως των άρθρων 174 και 281 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, 361 ΑΚ 15). Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του ν. 128/1975, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή.
ΑΠΟΦΑΣΗ 2376/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Η αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει όχι μόνο να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση, προκειμένου να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ’ ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησής του και να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Όμως, ο φέρων το βάρος απόδειξης φέρει και το βάρος επίκλησης των αποδεικτέων και , ως εκ τούτου, σε περίπτωση που αποδείξει το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου είναι αυτός που θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει μέχρι ποίου ύψους είναι εκκαθαρισμένη η απαίτησή του, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό από τα προσκομιζόμενα με την αίτησή του έγγραφα, άλλως η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολό της λόγω μη συνδρομής της εν λόγω αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της.
ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠ 865/2017
(Α1’ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ,όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν.3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης.
Βλ.965/2016 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ 14ο
Βλ. 5432/2013 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΑΠΟΦΑΣΗ 1717/2016 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τακτική)
Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών. ΝΠΙΔ. Καλυπτόμενες Επενδυτικές Υπηρεσίες. «Συνεπώς, ο ισχυρισμός του δευτέρου εναγομένου ότι η αξίωση του τρίτου ενάγοντος δεν υφίσταται διότι αυτός δεν εμπεριέχεται στους πίνακες των αναγγελθέντων επενδυτών που απεστάλησαν σε αυτό από τα όργανα εκκαθάρισης δεν ευρίσκει έρεισμα στο νόμο.
Ωστόσο, το δεύτερο εναγόμενο αρνείται την καταβολή των προαναφερομένων χρηματικών ποσών που αποτελούσαν το χαρτοφυλάκιο ιδιοκτησίας των εναγόντων και που η πρώτη των εναγομένων ιδιοποιήθηκε παράνομα, ισχυριζόμενο ότι οι απαιτήσεις των ως άνω εναγόντων αφορούν σε καταθέσεις μετρητών που δεν εμπίπτουν σε καλυπτόμενη από αυτό επενδυτική υπηρεσία.
Ο ισχυρισμός όμως αυτός του δευτέρου εναγομένου δεν ευσταθεί, διότι όπως προαναφέρθηκε οι ανωτέρω απαιτήσεις της πρώτης, δευτέρου, τρίτου και πέμπτου των εναγόντων υπάγονται στις καλυπτόμενες από την ευθύνη του δεύτερου εναγομένου επενδυτικές υπηρεσίες του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 2533/1997, ερμηνευομένων των διατάξεων αυτού υπό το φως και το πρίσμα της 97/9/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3.3.1997, η οποία προστατεύει και καλύπτει το κεφάλαιο που καταθέτει ο επενδυτής σε επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών κατά τις εντολές του, είτε αυτές οι επενδυτικές εργασίες είχαν όντως πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας είτε όχι»
ΑΠΟΦΑΣΗ 393/2016 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τακτική)
Τράπεζες-Εισπρακτικές Εταιρίες «Πριν από κάθε ενέργεια Ενημέρωσης απαιτείται η από τον δανειστή προς τον οφειλέτη επιβεβαίωση των οφειλών με κάθε διαθέσιμο μέσο τρόπο και η ταυτοποίηση του οφειλέτη, καθώς και η ενημέρωση του για τη διαβίβαση των δεδομένων του στην Εταιρεία συμφώνως και προς το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, ως εκάστοτε αυτός ισχύει.
Η επικοινωνία με τον οφειλέτη πρέπει να γίνεται, σύμφωνα με τις αρχές της παραγράφου 1,
εντός ευλόγου χρόνου και με συχνότητα οχλήσεων όχι πέραν της μίας ανά δεύτερη ημέρα.
Η τηλεφωνική επικοινωνία στο χώρο εργασίας του οφειλέτη γίνεται, μόνο εφόσον ο συγκεκριμένος τηλεφωνικός αριθμός έχει δηλωθεί ως μοναδικός αριθμός επικοινωνίας από τον τελευταίο.
Η τηλεφωνική επικοινωνία από την Εταιρεία για την ενημέρωση του οφειλέτη για ληξιπρόθεσμη απαίτηση επιτρέπεται να πραγματοποιείται μετά την πάροδο δέκα ημερών από την ημέρα που αυτή κατέστη ληξιπρόθεσμη, από τις 9:00 έως 20:00, και μόνο τις εργάσιμες ημέρες…..
Απαγορεύεται στις Εταιρείες η διαβίβαση των στοιχείων σε τρίτους,
με ή χωρίς αντάλλαγμα, καθώς και η χρήση τους για άλλους σκοπούς……»
ΑΠΟΦΑΣΗ 965/2016 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τμ. 14ο)
Παραλλήλως, με το δεδομένο ότι ο μη έμπειρος περί τα επενδυτικά προϊόντα ενάγων, που συμβλήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή, όχι ως επαγγελματίας πελάτης-επενδυτής, αλλά ευκαιριακώς και ερασιτεχνικώς, αποτελώντας το οικονομικά ασθενέστερο μέρος, υπάγεται στην έννοια του καταναλωτή, κατά τις διατάξεις του ν.2251/1994.
Ένα από τα καταστήματα, στο οποίο είχε ανατεθεί η διάθεση των ομολογιών, ήταν το υποκατάστημα της οδού Μ………. 17 στη Θεσσαλονίκη, υποδιευθυντής του οποίου ήταν ο εκκαλών εναγόμενος.
Ο τελευταίος αυτός, που ήταν πιστοποιημένος (από την Τράπεζα της Ελλάδος) επενδυτικός σύμβουλος, είχε (υπο) προστηθεί από την “A…..Bank” για την διάθεση των ομολογιών στους πελάτες (καταθέτες-αποταμιευτές) του υποκαταστήματος αυτού.
ΑΠΟΦΑΣΗ 33/2016 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τακτική)
Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών. ΝΠΙΔ.
Καλυπτόμενες Επενδυτικές Υπηρεσίες. Eπομένως, κατ΄ ορθή ερμηνεία των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, η διαχείριση επενδυτικού κεφαλαίου πελατών δεν απαιτείται να έχει ως μόνο περιεχόμενο την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες θα έχουν ως αντικείμενο έναν ή περισσότερους από τους εν λόγω τίτλους, αλλά και την διαχείριση επενδυτικού χαρτοφυλακίου πελάτη που περιλαμβάνει χρήματα, που δόθηκαν με εντολή για επενδυτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα αν πραγματοποιήθηκαν κατά τον χρόνο ανάκλησης της αδείας λειτουργίας της χρηματιστηριακής εταιρίας, όταν και δημιουργείται η υποχρέωση του «Συνεγγυητικού» προς αποζημίωση.
Αντίθετα και σε αρμονία, κατά τούτο, με την ως άνω Οδηγία, δεν εμπίπτει στις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες (αυτές δηλ. για τις οποίες δημιουργείται υποχρέωση του «Συνεγγυητικού» προς αποζημίωση σε περίπτωση, μεταξύ άλλων, ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ΕΠΕΥ) η διαχείριση επενδυτικού κεφαλαίου εντολέως, που περιλαμβάνει μόνο χρήματα, την διαχείριση των οποίων αναλαμβάνει η ΕΠΕΥ…..
ΑΠΟΦΑΣΗ 5497/2016 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τμ. 13ο)
Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών. Ν.Π.Ι.Δ.
Η παρακατάθεση χρημάτων από επενδυτή σε ΕΠΕΥ για μέλλουσα αγορά χρηματιστηριακών πραγμάτων ως καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία. Οι περισσότεροι των εναγόντων προέβησαν, πράγματι, σε διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών (αγορές μετοχών κλπ), όπως κατωτέρω εκτίθεται, ενώ μερικοί είχαν καταθέσει χρήματα στο λογαριασμό της εταιρίας με σκοπό την αγοραπωλησία μετοχών, τα οποία όμως, δεν πρόλαβαν να επενδύσουν μέχρι το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της πρώτης εναγομένης.
Άλλωστε, δεν έχει τεθεί χρονικό όριο για την επένδυση των εν λόγω χρηματικών ποσών από την πρώτη εναγομένη. Συνεπώς, η ανωτέρω χρηματιστηριακή εταιρία παρείχε στους ενάγοντες επενδυτική υπηρεσία σχετική με χρηματοπιστωτικά μέσα, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 α΄ του ν. 2396/1996, η οποία συνιστά «καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία», σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 του ν. 2533/1997, όπως αυτή ερμηνεύεται υπό το φως της Οδηγίας 97/9, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αφού οι ενάγοντες κατέθεταν χρηματικά ποσά, προκειμένου να επενδυθούν, βάσει της μεταξύ τους συμφωνίας, όχι σε επενδύσεις με εγγυημένες αποδόσεις και σκοπό την εξασφάλιση του υψηλότερου δυνατού κέρδους, αλλά, κατ΄ εντολή και για λογαριασμό τους, σε συναλλαγές αγοράς και πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων ή σε άλλες συναφείς επενδυτικές συναλλαγές κινητών αξιών του ίδιου τομέα, στο πλαίσιο της λειτουργίας του εσωτερικού και διεθνούς χρηματοοικονομικού συστήματος, με αντίστοιχη επενδυτική διακινδύνευση.
ΑΠΟΦΑΣΗ 7553/2015 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(Τακτική)
Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών. ΝΠΙΔ. Καλυπτόμενες Επενδυτικές Υπηρεσίες. Η οδηγία 97/9/ΕΚ, στοχεύοντας ως εκ του σκοπού της στην προστασία κυρίως των μικροεπενδυτών, προστατεύει και καλύπτει το κεφάλαιο που καταθέτει ο επενδυτής σε ΕΠΕΥ (επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών κατά τις εντολές του (άρθρο 1 παρ. 4 της Οδηγίας), είτε αυτές (επενδυτικές εργασίες) έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση, είτε όχι.
ΑΠΟΦΑΣΗ 63/2015 (αδημ.)
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
(Τακτική)
Στο άρθρο 25 παρ.4 του Ν 3606/2007 για τις «Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις» (με τον οποίο ενσωματώθηκστην ελληνική νομοθεσία η Οδηγία 2004/39 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων- Markets in Financial Instruments Directive-MiFID), προσδιορίζονται ειδικώς, οι υποχρεώσεις επαγγελματικής συμπεριφοράς των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.). Συγκεκριμένα, εισάγεται η αρχή της διαφύλαξης των συμφερόντων του πελάτη αφού ….