ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2017

ΑΠΟΦΑΣΗ 4826/2017
ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Οι εν λόγω αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί αντιφάσκουν ουσιαστικώς μεταξύ τους, καθόσον δεν μπορούν να ισχύουν συνάμα ως αληθείς, δεδομένου ότι η μεν πρώτη βάση προϋποθέτει ότι οι ενάγοντες δεν υπέγραψαν τις επίδικες πρόσθετες πράξεις, αλλά αυτές καταρτίστηκαν και υπογράφηκαν εν αγνοία τους από τους εναγόμενους, η δε δεύτερη προϋποθέτει ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν τις επίδικες πράξεις, αλλά αυτές είναι προϊόν απάτης, καθώς ο τρίτος εναγόμενος απέσπασε δολίως τις υπογραφές τους, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Η ένωση των ανωτέρω περισσότερων αντιφατικών αιτημάτων, αλλά και αντιφασκουσών βάσεων της υπό κρίση αγωγής, οι οποίες σωρεύονται αυτοτελώς και παραλλήλως και όχι επικουρικώς, δεν επιφέρει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ακυρότητα του δικογράφου, με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, όπως αβασίμως ζητούν οι εναγόμενοι (βλ. και ΕφΑθ 3815/1997 ΤΝΠ Νόμος), αλλά διατάσσεται, συμφώνως προς την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 218 του ΚΠολΔ, ο χωρισμός αυτών, με την έννοια, όμως, όχι της εκδίκασης της προτασσόμενης βάσης της αγωγής, γεγονός που μεταθέτει ανεπιτρέπτως το δικαίωμα και την ευθύνη της επιλογής από τον ενάγοντα στο δικαστήριο, αλλά με την έννοια της παροχής της δυνατότητας στους ενάγοντες να επιλέξουν ποιο από τα ανωτέρω αναφερόμενα αιτήματα και αναφορικά με το πρώτο αίτημα και με ποια βάση θα το ασκήσουν, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και να το εισαγάγουν στο δικαστήριο προς κρίση.

ΑΠΟΦΑΣΗ 2455/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Έτσι υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται αυτοπροστασίας , διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευτεί ισότιμα τους όρους της δανειακής σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχριτην αντικατάσταση των διατάξεων των διατάξεων του ν.2251/1994 με το ν.3587/2007, δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου, και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη.

ΑΠΟΦΑΣΗ 2454/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Από τα 17 άρθρα (όρους χορήγησης της πίστωσης) της εν λόγω σύμβασης τοκοχρεωλυτικού δανείου δεν προκύπτει να συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975. Παρά ταύτα, η δανείστρια Τράπεζα, κατά τη λειτουργία και κίνηση της επίδικης σύμβασης χορήγησης δανείου, αφού κεφαλαιοποιούσε την εισφορά του ν. 128/1975 κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, στη συνέχεια ανατόκιζε τα ποσά της. Συγκεκριμένα, στο κάθε φορά προκύπτουν υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) που περιείχαν και ποσά εισφοράς του ν. 128/1975, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους που περιείχαν και την άνω εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Από το προσκομιζόμενο από την καθ’ ης η ανακοπή (και ήδη εκκαλούσα) αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού ρύθμισης του τοκοχρεωλυτικού δανείου, που αφορά το χρονικό διάστημα από 27-09-2010 έως 31-01-2012, που έχει εξαχθεί από το μηχανογραφικό σύστημα της δανείστριας Τράπεζας, δεν προκύπτει το συνολικό ποσό επιβάρυνσης με τόκους της εισφοράς αυτής (Ν.128/1975), καθώς η τελευταία κεφαλαιοποιούνταν με τα ποσά των τόκων και δεν γίνεται καμία διάκριση αυτών. Συνέπεια των ανωτέρω, η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής τυγχάνει ανεκκαθάριστη, λόγω της ενσωμάτωσης σε αυτήν των ποσών που προέκυπταν από τον ανατοκισμό τους, βάσει της προεκτεθείσας αθέμιτης και παράνομης πρακτικής της καθ’ης η ανακοπή Τράπεζας. Εξάλλου είναι ανέφικτο να προκύψει με απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς σε ποιο ποσό ανέρχονται οι παράνομες χρεώσεις του λογαριασμού, ήτοι τα ποσά που χρεώθηκαν λόγω του παράνομου ανατοκισμού της εισφοράς του ν.128/1975, με τις οποίες (χρεώσεις) επιβαρύνθηκε η ένδικη απαίτηση, διότι απαιτούνται, λόγω της πολυπλοκότητας των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της οικονομικής (λογιστικής) επιστήμης. Η ακυρότητα δε των επιμέρους ποσών επηρεάζει την έγγραφη απόδειξη, αλλά και το εκκαθαρισμένο του συνόλου της απαίτησης, αφού από την εν λόγω μηχανογραφημένη κατάσταση (απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της καθ’ης η ανακοπή τράπεζας), δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών, αφενός μεν λόγω του είδους των εγγραφών, αφετέρου δε λόγω της ενσωμάτωσης στον λογαριασμό των ποσών του ανατοκισμού της εισφοράς στα ποσά του ανατοκισμού των τόκων και εξόδων, με περαιτέρω συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του πραγματικού της οφειλής και αντίστοιχα της απαίτησης της Τράπεζας.

ΑΠΟΦΑΣΗ 19601/2017 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Περαιτέρω, αναφορικά με τον δεύτερο εκκαλούντα, που ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της προστήσασας τον αυτουργό εταιρίας, ενώ είχε από το καταστατικό της εταιρίας και τα συναλλακτικά ήθη αλλά και το νόμο (αρθρ 14 και 25 ν.3606/2007), την υποχρέωση να μην απασχολεί ως συνεργάτη άτομο που δεν έχει πιστοποίηση για επενδυτικές συμβουλές, ώστε να αποφεύγεται κάθε ζημία των συναλλασσόμενων με αυτό πελατών της εταιρίας που εκπροσωπούσε, χρησιμοποιούσε μεν το ως προστηθέντα, προκειμένου να ανευρίσκει πελάτες και να τους συστήνει στην εταιρία παραλείποντας ταυτόχρονα κατά το χρονικό διάστημα που ήταν εκπρόσωπος του νομικού προσώπου να φροντίζει για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ασκώντας έλεγχο ώστε τα συνεργαζόμενα με την εταιρία του πρόσωπα (υπάλληλοι, προστηθέντες κ.λ.π) να ενεργούν με εντιμότητα και επαγγελματισμό και να λαμβάνει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών. Ειδικότερα, παρέλειψε από αμέλειά του να λάβει μέτρα και να καθιερώσει μηχανισμούς ελέγχου των πράξεων του άνω προστηθέντος ώστε να προστατέψει τα συμφέροντα και να διασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών που αυτός της σύστηνε, μεταξύ των οποίων και της ενάγουσας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο παραπάνω εναγόμενος δεν έλεγξε τον τρόπο που ο ανωτέρω προστηθείς έκανε χρήση των εγκαταστάσεων της εταιρίας όπου στην ουσία προσέφερε επενδυτικές συμβουλές στην ενάγουσα, μολονότι δεν ήταν πιστοποιημένος σύμβουλος και περαιτέρω με την ιδιότητα του στελέχους της εταιρίας που εμφανιζόταν με την ανοχή αυτής, έλαβε χρήματα από την ενάγουσα, τμήμα των οποίων δεν απέδωσε, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα. Αντίθετα, αν ο άνω εναγόμενος ασκούσε σχετικό έλεγχο θα αποτρέπονταν η προξενηθείσα στην ενάγουσα ζημία, από την υπεξαίρεση των χρημάτων που παρέδωσε προς επένδυση στον άνω προστηθέντα της, τμήμα των οποίων ο τελευταίος παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε, καθώς αφενός ο προστηθείς δεν θα ήταν δυνατό να λαμβάνει μετρητά χρήματα προς επένδυση και δη εντός των εγκαταστάσεων της εταιρίας που ο άνω εναγόμενος εκπροσωπούσε, ούτε υποδεικνύει ως ενδεδειγμένο τον ανωτέρω τρόπο συναλλαγής (με μετρητά), ο οποίος ήταν ιδιαίτερα επισφαλής για τα συμφέροντα των επενδυτών και μη συνήθης στην πρακτική της πρώτης εκκαλούσας, όπως κατάθεσε η εξετασθείσα  μάρτυράς της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι τελικά δεν κατέστη εφικτό να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο τελικά και από ποιόν διαβιβάστηκε η εντολή της ενάγουσας για αγορά μετοχών στις 20-11-2018, αφού ούτε καταγραφή σχετικής συνομιλίας υπάρχει (αιτία για την οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο στην πρώτη εκκαλούσα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δυνάμει της υπ’ αριθ. 5/538/2010 απόφασή της) ούτε προσκομίζεται γραπτή εντολή της για την επένδυση των χρημάτων της. Με βάση όλα τα ανωτέρω περιστατικά που αποδείχθηκαν, υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω παράνομης παραλείψεως του εν λόγω εναγόμενου και της ζημίας της ενάγουσας. Πλέον των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πλην της αγωγής που άσκησε, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατέθεσε και την από 16-1-2009 μήνυση της, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των και για την πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού. Για την ανωτέρω πράξη αμφότεροι παραπέμφθηκαν στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης το οποίο με την υπ’ αριθ. 5419/2014 απόφασή του κήρυξε τους κατηγορούμενους αθώους, καθώς έκρινε ότι δεν τελέστηκε η πράξη της υπεξαίρεσης. Η ανωτέρω απαλλακτική απόφαση, δεν συνιστά δεδικασμένο στην παρούσα πολιτική δίκη κατά τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού η τελευταία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της ποινικής δίκης, η δε ανωτέρω απόφαση συνεκτιμάται στα πλαίσια της παρούσας δίκης (ΑΠ 344/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 215/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).

ΑΠΟΦΑΣΗ 17214/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

 

 

Επομένως, κατά το χρόνο εγγραφής της προσημείωσης δεν υπήρχε ο τίτλος με βάση τον οποίο αυτή εγγράφηκε, αφού είχε ακυρωθεί.
Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η καθ’ ης κατέθεσε κατόπιν και δη στις 17.7.2017 έφεση κατά της παραπάνω απόφασης, αφού σε κάθε περίπτωση,
κατά το χρόνο εγγραφής της προσημείωσης η διαταγή πληρωμής με βάση  την οποία εγγράφηκε είχε ήδη ακυρωθεί και συνεπώς δεν υπήρχε ο τίτλος στον οποίο στηρίχθηκε η εγγραφή. Επιπλέον, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, σε περίπτωση εγγραφής προσημείωσης αυτοδυνάμως με τίτλο διαταγής πληρωμής σύμφωνα με το άρθρο 724 παρ.1 ΚΠολΔ, για την εξάλειψη αυτής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον αυτή δεν έχει τραπεί σε υποθήκη,
αρκεί πιθανολόγηση της ακύρωσης της διαταγής πληρωμής, η οποία στην κρινόμενη περίπτωση όχι μόνο αποδεικνύεται ότι επήλθε σε πρώτο βαθμό αλλά επιπλέον, με δεδομένη την ήδη σε πρώτο βαθμό παραδοχή της ανακοπής, πιθανολογείται ότι θα επέλθει και σε δεύτερο βαθμό.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 2518/2017
ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

 

Έναντι του δικαιούχου της εισφοράς (Τράπεζας της Ελλάδας ) υπόχρεος για την καταβολή είναι το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος. Και βέβαια, είναι δυνατή η διά συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (ΑΚ 361, 471 επ.), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υποχρέωση ελευθερώσεως (ΑΚ 478). Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους (Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό μέρος, σ.444, Κρητικός σε : AK Γεωργιάδη –Σταθόπουλου, άρθρο 478 αρ.2), σε κάθε περίπτωση δε υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ, ιδίως των άρθρων 174 και 281 ΑΚ (βλ. Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, 361 ΑΚ 15). Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του ν. 128/1975, η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη, αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία επιδόσεως ως προς τη συγκεκριμένη παροχή.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 2376/2017
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

 

Η αντίθετη άποψη, κατά την οποία ο ανακόπτων πρέπει όχι μόνο να επικαλεστεί το ανεκκαθάριστο της απαίτησης, αλλά επιπλέον και να προσδιορίσει το ποσό κατά το οποίο είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση, προκειμένου να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος ανακοπής, συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού κατ’ αυτόν τον τρόπο μετατίθεται στον ανακόπτοντα η υποχρέωση του καθ’ ου η ανακοπή και αιτούντος την έκδοση διαταγής πληρωμής να επικαλεστεί το ακριβές ύψος της απαίτησής του και να αποδείξει εγγράφως το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής. Όμως, ο φέρων το βάρος απόδειξης φέρει και το βάρος επίκλησης των αποδεικτέων και , ως εκ τούτου, σε περίπτωση που αποδείξει το ανεκκαθάριστο της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου είναι αυτός που θα πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει μέχρι ποίου ύψους είναι εκκαθαρισμένη η απαίτησή του, εφόσον βέβαια αυτό είναι εφικτό από τα προσκομιζόμενα με την αίτησή του έγγραφα, άλλως η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα στο σύνολό της λόγω μη συνδρομής της εν λόγω αρνητικής δικονομικής προϋπόθεσης για την έκδοσή της.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠ 865/2017
(Α1’ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

Πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ,όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν.3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης.


Βλ.965/2016 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ 14ο
Βλ. 5432/2013 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ