ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
ΑΠΟΦΑΣΗ 11452/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«...Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή...είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη ως αγωγή χρηματικής ικανοποίησης από ηθική βλάβη λόγω προσβολής προσωπικότητας και αδικοπραξίας...πλην της βάσης από την προσβολή προσωπικών δεδομένων των εναγόντων...καθώς δεν αναφέρονται συγκεκριμένα τα έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν από το εναγόμενο αλλά μόνο κατ’ είδος, τα προσωπικά δεδομένα που περιείχαν και η συγκεκριμένη ηθική βλάβη που προξένησαν, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση η βάση αυτή τυγχάνει μη νόμιμη, γιατί η χρήση των συγκεκριμένων αποδεικτικών μέσων θα κριθεί από το Δικαστήριο που δικάζει κατ’ έφεση την αγωγή των εναγόντων σχετικά με τις αποζημιώσεις τους από την ιστορηθείσα υπεξαίρεση...και δεν μπορεί το παρόν Δικαστήριο να κρίνει την παρανομία της κτήσης αποδεικτικών μέσων που εξετάστηκαν σε άλλη εκκρεμή δίκη...δηλαδή οι ενάγοντες, για να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση από προσβολή προσωπικών δεδομένων τους ενώπιον Δικαστηρίου θα έπρεπε να επικαλούνται ότι εκείνο το Δικαστήριο έκρινε παράνομη της κτήση και τη χρήση και στη συνέχεια να αξιώνουν την ηθική βλάβη, ενώ πέραν της δικαστικής χρήσης των δεδομένων από το εναγόμενο ως τρίτο, στο οποίο διαβιβάστηκαν τα δεδομένα, η συλλογή κι επεξεργασία από τον οποίο υπεύθυνο τα διαβίβασε στον εναγόμενο δε θα μπορούσε να αφορά την παρούσα δίκη ελλείψει σχετικού εναγομένου...Επομένως το εναγόμενο τέλεσε αδικοπραξία σε βάρος των εναγόντων, με την οποία προσέβαλε την τιμή τους ως έκφραση της προσωπικότητός τους και τους προκάλεσε ηθική βλάβη...Το Δικαστήριο συνεκτιμώντας την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, την ένταση του δόλου του εναγομένου, αλλά και την έκταση της προξενηθείσας ηθικής βλάβης,... εκτιμά ότι η χρηματική ικανοποίηση εκάστου ενάγοντος πρέπει να ανέλθει στο ποσό των 1.000 ευρώ...»
ΑΠΟΦΑΣΗ 3500/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«Ειδικότερα, και ανεξάρτητα από το γεγονός, κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας, ότι ο εναγόμενος ουδέποτε υπέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση αναφορικά με τις φερόμενες συναλλαγές, η ενάγουσα δεν προσκομίζει τα ηλεκτρονικά ή μαγνητικά μέσα που καταγράφουν τις τηλεφωνικές εντολές του πελάτη (εναγομένου), καθώς επίσης και τα έγγραφα που λαμβάνει η εταιρεία από τον πελάτη μέσω fax ή e-mail και αποτελούν πλήρη απόδειξη απέναντι στον πελάτη για τις εντολές του προς την εταιρεία και το περιεχόμενό τους, μη επιτρεπόμενου άλλου αποδεικτικού μέσου και ιδίως των μαρτύρων, ως προβλέπει ο όρος XI-5 της Σύμβασης και ο οποίος αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση, προκειμένου ακριβώς να αποδείξει ότι καταρχήν έλαβε την εκάστοτε επίδικη εντολή διενέργειας χρηματιστηριακής συναλλαγής από τον εναγόμενο. Ακολούθως, η ενάγουσα δεν προσκομίζει ούτε και τα παραστατικά – πινακίδια, που άλλωστε αναφέρονται και στα παραπάνω έγγραφά της (σχετικό 10 της ενάγουσας) και τα οποία η ίδια φέρεται να έχει εκδώσει, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εν λόγω συναλλαγές έλαβαν χώρα και εκτελέστηκαν από αυτήν, κατόπιν σχετικών εντολών του εναγομένου, αφού μόνον η έκδοση από την εταιρεία του αντίστοιχου για κάθε συναλλαγή επί χρηματοπιστωτικού μέσου παραστατικού (πινακιδίου) αποτελεί πλήρη απόδειξη εκτελέσεως της εντολής του πελάτη από την εταιρεία (όρος XI-12 της Σύμβασης, που ομοίως αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση). Από δε την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο οποίος αναφέρεται στην φερόμενη οφειλή του εναγομένου των 121.564,93 ευρώ, δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα έλαβε τις συγκεκριμένες εντολές από τον εναγόμενο και προέβη στην εκτέλεση αυτών. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει, κατά τα προαναφερόμενα, ως έχουσα το βάρος απόδειξης, ότι έλαβε τις εντολές εκτέλεσης των επίδικων χρηματιστηριακών συναλλαγών από τον εναγόμενο, ότι εν συνεχεία εκτέλεσε τις εν λόγω συναλλαγές και ότι εν τέλει υφίσταται η επίδικη απαίτηση της σε βάρος του εναγομένου και ως εκ τούτου η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 7758/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«…διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβει, που έχει υλική υπόσταση …………. Περαιτέρω, σύμφωνα με το με αριθ. Πρωτοκ. 86/…2009 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Περιφερειακό Γραφείο Θεσσαλονίκης), κατά τον έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε στην «…… ΑΕΕΔ», διαπιστώθηκε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των καταγεγραμμένων τηλεφωνικά εντολών και των αντίστοιχων εντολόχαρτων, ενώ, από τον συνολικό έλεγχο, που διενεργήθηκε στα γραφεία της ως άνω εταιρείας και από τα στοιχεία, που τέθηκαν υπ’ όψη των ελεγκτών, δεν προέκυψαν ευρήματα. Βάσει αυτού και σύμφωνα με το απόσπασμα πρακτικών της 926ης συνεδρίασης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της 29-9-2009, δεν προέκυψαν ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Από τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη διέθετε επαρκή εμπειρία στο χώρο των χρηματιστηριακών συναλλαγών, επιπλέον δε, ήταν πλήρως ενημερωμένη για την πορεία του χαρτοφυλακίου της, του οποίου η διαχείριση γινόταν κατόπιν δικών της εντολών, σε κάθε δε περίπτωση, ενημερωνόταν για τις κινήσεις, που ελάμβαναν χώρα στο χαρτοφυλάκιό της, χωρίς να διατυπώνει αντιρρήσεις. Συνεπώς, δεν έλαβε χώρα εξαπάτηση της από τον δεύτερο ενάγοντα, όπως αναληθώς διαλαμβάνει στην ανωτέρω καταγγελία προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγορά, καθώς και στη μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ούτε προέκυψε από κάποιο αξιόπιστο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικτικό μέσο ότι του είχε αναθέσει την διαχείριση της περιουσίας της. Οι ως άνω ισχυρισμοί της εναγομένης μπορούσαν να πλήξουν και, πράγματι, έπληξαν την τιμή και υπόληψη του δεύτερου ενάγοντος, η δε εναγομένη προέβη σε εκφορά αυτών, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του και, εντεύθεν, την προσωπικότητα του. Παράλληλα, εν γνώσει της τον καταμήνυσε ψευδώς, με αποτέλεσμα να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη και να παραπεμφθεί να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της απάτης κατ΄ εξακολούθηση, κατ΄ επάγγελμα με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία άνω των 30.000 και 120.000 ευρώ, κατηγορία, για την οποία αθωώθηκε. Άλλωστε, από τις σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος τελεσθείσες αδικοπραξίες (συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση), προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, αφού επλήγησαν η τιμή και υπόληψη του, ως εκφάνσεις τηε προσωπικότητας του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.»
«…διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβει, που έχει υλική υπόσταση …………. Περαιτέρω, σύμφωνα με το με αριθ. Πρωτοκ. 86/…2009 έγγραφο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Περιφερειακό Γραφείο Θεσσαλονίκης), κατά τον έλεγχο, που πραγματοποιήθηκε στην «…… ΑΕΕΔ», διαπιστώθηκε ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ των καταγεγραμμένων τηλεφωνικά εντολών και των αντίστοιχων εντολόχαρτων, ενώ, από τον συνολικό έλεγχο, που διενεργήθηκε στα γραφεία της ως άνω εταιρείας και από τα στοιχεία, που τέθηκαν υπ’ όψη των ελεγκτών, δεν προέκυψαν ευρήματα. Βάσει αυτού και σύμφωνα με το απόσπασμα πρακτικών της 926ης συνεδρίασης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της 29-9-2009, δεν προέκυψαν ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά και η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Από τα προεκτεθέντα αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη διέθετε επαρκή εμπειρία στο χώρο των χρηματιστηριακών συναλλαγών, επιπλέον δε, ήταν πλήρως ενημερωμένη για την πορεία του χαρτοφυλακίου της, του οποίου η διαχείριση γινόταν κατόπιν δικών της εντολών, σε κάθε δε περίπτωση, ενημερωνόταν για τις κινήσεις, που ελάμβαναν χώρα στο χαρτοφυλάκιό της, χωρίς να διατυπώνει αντιρρήσεις. Συνεπώς, δεν έλαβε χώρα εξαπάτηση της από τον δεύτερο ενάγοντα, όπως αναληθώς διαλαμβάνει στην ανωτέρω καταγγελία προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγορά, καθώς και στη μήνυση ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, ούτε προέκυψε από κάποιο αξιόπιστο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αποδεικτικό μέσο ότι του είχε αναθέσει την διαχείριση της περιουσίας της. Οι ως άνω ισχυρισμοί της εναγομένης μπορούσαν να πλήξουν και, πράγματι, έπληξαν την τιμή και υπόληψη του δεύτερου ενάγοντος, η δε εναγομένη προέβη σε εκφορά αυτών, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους, με σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη του και, εντεύθεν, την προσωπικότητα του. Παράλληλα, εν γνώσει της τον καταμήνυσε ψευδώς, με αποτέλεσμα να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη και να παραπεμφθεί να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για το αδίκημα της απάτης κατ΄ εξακολούθηση, κατ΄ επάγγελμα με συνολικό όφελος και προξενηθείσα ζημία άνω των 30.000 και 120.000 ευρώ, κατηγορία, για την οποία αθωώθηκε. Άλλωστε, από τις σε βάρος του δεύτερου ενάγοντος τελεσθείσες αδικοπραξίες (συκοφαντική δυσφήμηση και ψευδή καταμήνυση), προκλήθηκε σε αυτόν ηθική βλάβη, αφού επλήγησαν η τιμή και υπόληψη του, ως εκφάνσεις τηε προσωπικότητας του, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται χρηματική ικανοποίηση.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 6587/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΝΕΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«…Ο όψιμος ισχυρισμός της ενάγουσας δε, έντεκα έτη μετά την ολοκλήρωση της προκείμενης συναλλαγής, πως εξαπατήθηκε από τον έμπειρο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές εναγόμενο, που καταχράστηκε την εμπιστοσύνη της ως αδαούς επενδύτριας, δεν αποδεικνύεται βάσιμος κατ’ ουσία και αντιβαίνει στην κοινή λογική, καθώς η ενάγουσα δεν αποτελούσε ούτε αποτελεί μία αδαή επενδύτρια, αλλά είχε κατά το έτος 2006 σημαντική εμπειρία περί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, παρέχοντας ήδη από το έτος 2005 προς επένδυση σε μετοχές και λοιπά χρηματοοικονομικά προιόντα το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 300.000 ευρώ περίπου, ποσό δεκαπλάσιο κατά προσέγγιση από το ποσό των 30.480 ευρώ που επένδυσε για την αγορά των ένδικων μετοχών. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκε καμία παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, σε βάρος της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η κύρια βάση της αγωγής που στηρίζεται στην αδικοπραξία του εναγομένου να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και ο εναγόμενος συμφώνησαν πως με το συνολικό ποσό των 30.480 ευρώ που κατέθεσε η ενάγουσα σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εναγομένου θα αγοράζονταν 62.205 μετοχές της τράπεζας …………… αντί ποσού 0,49 ευρώ ανά μετοχή, όπως αβάσιμα εκθέτει η ενάγουσα στην πρώτη επικουρική βάση της αγωγής περί ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου, η οποία είναι επίσης απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Τέλος, δεν αποδείχθηκε πως ο εναγόμενος έγινε πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, απορριπτομένης και της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 1925/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Ειδικότερα, και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα παρά των εναγόντων πραγματικά περιστατικά δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων τους, στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, καθόσον οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αδικοπραξία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 919 ΑΚ, η επίκληση δε και μόνο ότι οι εναγόμενοι προέταξαν την ικανοποίηση απαιτήσεων άλλων δανειστών της εταιρίας με την επωνυμία «…………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» και όχι του δικαιοπαρόχου αυτών (εναγόντων) δεν συνιστά την επικαλούμενη από τους τελευταίους αδικοπραξία του άρθρου 919 ΑΚ ώστε να ενέχονται αυτοί (εναγόμενοι) προσωπικά προς αποζημίωση τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην άνω μείζονα νομική σκέψη. Τα πρωτοβάθμιο όμως Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως των εναγομένων, όπως όφειλε, αλλά την έκρινε ως νόμω αβάσιμη και την απέρριψε ως τέτοια, κρίνοντας κατ’ αποτέλεσμα ορθά πλην όμως η αιτιολογία της απορρίψεως είναι εσφαλμένη…
ΑΠΟΦΑΣΗ 470/2022
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«Τα χρήματα αυτά δεν είναι απαραίτητο να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς είναι νομικά αδιάφορο, αν οι επενδυτικές εργασίες είχαν, όντως πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας, είτε όχι, αλλά αρκεί το γεγονός ότι αυτά δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία, χωρίς να τίθεται από το νόμο, ως όρος, η εκτέλεση μιας, τουλάχιστον, χρηματιστηριακής συναλλαγής ή η ύπαρξη στο χαρτοφυλάκιο των τίτλων αυτής. Άλλωστε, δεν είχε τεθεί χρονικό όριο για την επένδυση των εν λόγω χρηματικών ποσών από την πρώτη εναγομένη Α.Ε.Π.Ε.Υ. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου, ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης με διάφορο περιεχόμενο δεν αποδείχθηκε από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα καταθετήρια-παραστατικά τραπεζών. Μόνο δε το γεγονός ότι κάποιοι ενάγοντες διατηρούσαν ένα σταθερό χρηματικό ποσό, κατατεθειμένο σε λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι ικανό να καταδείξει την ύπαρξη άλλου είδους σχέσης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, δυνάμει των συμβάσεων αυτών, ανέθεσαν στην αντισυμβαλλόμενή τους εταιρεία, τη διαχείριση των κατατεθειμένων σ’ αυτήν χρημάτων για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών για αόριστο χρόνο. Ήδη δε, το εναγόμενο έχει αποζημιώσει και επενδυτές, που είχαν καταθέσει μόνο χρήματα στην πρώτη εναγόμενη.»
… «το αναιρεσείον προβάλλοντας πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του, που πρότεινε με τις από 7-1-2020 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, περί απαραδέκτου της αγωγής, ως προς τον έκτο αναιρεσίβλητο μεν λόγω της υποβολής εκπρόθεσμης αναγγελίας της απαίτησης του προς τον Επόπτη Εκκαθάρισης ως προς τους υπόλοιπους αναιρεσίβλητους δε, λόγω παντελούς έλλειψης αναγγελίας τους για το αναφερόμενο μέρος των απαιτήσεων του καθενός. Ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι ο άνω ισχυρισμός δεν αποτελεί «πράγμα» κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, αλλά αρνητικό κατά της αγωγής των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων ισχυρισμό, ενόψει του ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4α του Ν.1806/1988 προθεσμία, εντός της οποίας οι επενδυτές πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους προς τον Επόπτη Εκκαθάρισης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση της ευθύνης του αναιρεσείοντος, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για το παραδεκτό της κατ’ αυτού αγωγής αποζημίωσης των ζημιωθέντων επενδυτών.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 2354/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
“Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθ’ ο μέρος απέρριψε την αγωγή κατά του δεύτερου εναγομένου, ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι η ευθύνη αυτού δεν είναι άμεση και ευθεία, ομού με το χρηματιστή που περιήλθε σε αδυναμία εκπληρώσεως των υποχρεώσεών του, αλλά επικουρική, γι’ αυτό και τούτο, δεν μπορεί να εναχθεί είς ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, επιπροσθέτως, δεδομένου ότι οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν οριστική και μη αναστρέψιμη αδυναμία της πρώτης εναγομένης, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ως εκ τούτου η από 4-10-2013 έφεση, κατ’ αποδοχή και του σχετικού (πρώτου) λόγου της, πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς το δεύτερο εναγόμενο, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη.”
ΑΠΟΦΑΣΗ 1079/2020
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«Η απόδειξη αυτή δεν αντλείται μόνο από τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία που τηρεί η ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με την εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση των άρθρων 27 και 28 του ν.1806/1988 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά μπορεί να βασιστεί και σε άλλα έγγραφα στοιχεία προερχόμενα από την ΑΕΠΕΥ, όπως είναι οι έγγραφες συμβάσεις διαχείρισης χαρτοφυλακίου που αυτή συνάπτει με τους πελάτες της επενδυτές και τα ενημερωτικά δελτία που εκδίδει και αποστέλλει περιοδικά στους τελευταίους. Ο περιορισμός μόνο στις προαναφερόμενες εγγραφές στα βιβλία της ΑΕΠΕΥ για την απόδειξη της ύπαρξης των απαιτήσεων των επενδυτών, που αξιώνουν από το αναιρεσείον την καταβολή της προβλεπόμενης περιορισμένης αποζημίωσης για τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της οριστικής ή μη αναστρέψιμης αδυναμίας της ΑΕΠΕΥ προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό ορισμένων επενδυτών, που συγκεντρώνουν όλες τις ουσιαστικές προυποθέσεις του νόμου, από το δικαίωμα της πιο πάνω αποζημίωσης, για λόγους μη εξαρτώμενους από τους ίδιους, αλλά εντασσόμενους στη σφαίρα δράσης της ΑΕΠΕΥ, η οποία παρέλειψε να ενεργήσει τις αναγκαίες εγγραφές στα βιβλία της για ορισμένους επενδυτές της, των οποίων η ύπαρξη των απαιτήσεων εναντίον της προκύπτει από άλλα αξιόπιστα στοιχεία της ΑΕΠΕΥ. Με την αποκρουόμενη αυτή εκδοχή επιρρίπτονται στον επενδυτή οι συνέπειες από τις εσωτερικές πλημμέλειες της ΑΕΠΕΥ κατά την τήρηση και ενημέρωση των βιβλίων της, τις οποίες εκείνος δεν γνώριζε ούτε ήταν σε θέση να αποτρέψει. Άλλωστε μια τέτοια εκδοχή αντιστρατεύεται το σκοπό της πιο πάνω Οδηγίας, αφού αφήνει εκτός του προστατευτικού πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας αυτής απαιτήσεις επενδυτών, που απορρέουν από την παροχή εκ μέρους της ΑΕΠΕΥ καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών.»
ΑΠΟΦΑΣΗ 11148/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
"Ωστόσο, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, στο σύνολό της, ως νόμω αβάσιμη. Τούτο διότι και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα παρά των εναγόντων πραγματικά περιστατικά δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων τους, στηριζόμενης στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ και δεν παρέχεται σε αυτούς δικαίωμα, υπό την ιδιότητα τους ως εξ αδιαθέτου κληρονόμων του δικαιοπαρόχου τους, αποζημίωσης. Ειδικότερα, ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η επικαλούμενη στην αγωγή συμπεριφορά των εναγομένων (πλήν του πέμπτου εξ’ αυτών, ως προς τον οποίο έχει επέλθει διακοπή της δίκης, κατά τα ανωτέρω) συνιστά αδικοπρακτική συμπεριφορά, υπό την έννοια της αντίθεσης στα χρηστά ήθη, αποδέκτης των επιζήμιων ενεργειών και παραλείψεων των εναγομένων, άμεσα ζημιωθείσα και, τελικά, δικαιούχος της οποίας εκ της αιτίας αυτής αποζημίωσης είναι μόνο η ανώνυμη εταιρεία και όχι οι ενάγοντες, οι οποίοι, ως δικαιοδόχοι του δανειστή της εταιρείας δικαιοπαρόχου τους, φέρουν μόνο την ιδιότητα των εμμέσως ζημιωθέντων, εκ της εκ μέρους των αντιδίκων τους κακοδιαχείρισης.
…μόνο δε το γεγονός της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της εταιρείας και της υπαγωγής της σε ειδική εκκαθάριση δεν αναιρεί την κληρονομηθείσα εκ της ανωτέρω αιτίας συμβατική αξίωση του δικαιοπαρόχου τους, την οποία και δύνανται να αναγγείλουν, ικανοποιούμενοι, εν όλω ή, έστω, εν μέρει, μέσω της προβλεπόμενης στο νόμο διαδικασίας."
ΑΠΟΦΑΣΗ 14727/2020
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (Νέα Τακτική Διαδικασία)
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Ωστόσο η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη. Και τούτο καθώς αναφορικά με το φερόμενο ως οφειλόμενο από τον εναγόμενο ποσό (76.277,61 ευρώ), που κατά τα μνημονευόμενα στην αγωγή προκύπτει από το κλείσιμο του λογαριασμού με κωδικό πελάτη ….ΔΑ-ΠΑΡΑΓ, η ενάγουσα παραθέτει στην αγωγή τις κινήσεις του λογαριασμού, όχι από την ημερομηνία κατάρτισης της σύμβασης (24-1-2014) προς εξυπηρέτηση της οποίας τηρήθηκε ο ανωτέρω λογαριασμός, αλλά από την 4-3-2014. Μάλιστα η ενάγουσα αναφέρει ως πρώτο κονδύλιο του ως άνω λογαριασμού το χρεωστικό για τον εναγόμενο συνολικό ποσό 3.846,64 ευρώ, χωρίς όμως να προσδιορίζει την ακολουθία καταχώρησης κονδυλίων χρεοπιστώσεων (στο πλαίσιο φερόμενης εκτέλεσης εντολών), από την οποία προέκυψε αυτό το ποσό.
ΑΠΟΦΑΣΗ 6385/2019
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ 16Ο)
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
…Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η παραπομπή από την Οδηγία 97/9 στην Οδηγία 93/22 καλύπτει εν μέρει το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 97/9, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας είναι ευρύτερο εκείνου της Οδηγίας 93/22, διότι ενώ η Οδηγία 93/22 αναφέρεται μόνο σε τίτλους, η Οδηγία 97/9 ρητώς καταλαμβάνει και προστατεύει και την κατάθεση κεφαλαίων προς επένδυση (βλ. σκέψη 8 στο προοίμιο της παραπάνω Οδηγίας όπου αναφέρει ότι «όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, στα οποία θα συμμετέχουν όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, ότι αυτό το σύστημα πρέπει να καλύπτει τα κεφάλαια ή τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις ενός επενδυτή, κατά τα οποία σε περίπτωση αδυναμία της επιχείρησης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες-επενδυτές δεν καθίσταται δυνατόν να επιστραφούν στον επενδυτή…) Τούτο είναι εύλογο, διότι για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, ο επενδυτής μπορεί να μην καταθέτει στον διαμεσολαβητή τίτλους, αλλά κεφάλαιο προς επένδυση (για αγορά τίτλων). Αν η πράξη αυτή δεν προστατευόταν από την νομοθεσία, κατ’ ουσίαν για όσο διάστημα ο διαμεσολαβητής κρατούσε κεφάλαια χωρίς να τα επενδύει και κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανακαλείτο η άδεια λειτουργίας του, ο (μικρο)επενδυτής θα παρέμενε απροστάτευτος. Η Οδηγία 97/9 επιβάλλει στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν «σύστημα αποζημίωσης» των επενδυτών στην επικράτειά τους.
….Επομένως, η αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου εναγομένου είναι καθ’ όλα ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 345, 346 και 70 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος επιδίκασης τόκων υπερημερίας από την αναγγελία της απαίτησης των εναγόντων, το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 66 παρ.3γ’ και 67 παρ.1 του ν.2533/1997 προκύπτει ότι μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταβολής αποζημιώσεων από το δεύτερο εναγόμενο δεν υποχρεούται σε καταβολή τόκων επί του ποσού της αποζημίωσης και επομένως δεν οφείλει τόκους από την αναγγελία της απαίτησης του δικαιούχου, αλλά μόνον από την επίδοση της σχετικής αγωγής κατ’ αυτού. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθ’ ο μέρος απέρριψε την αγωγή κατά του δεύτερου εναγομένου ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι αυτό δεν μπορεί να εναχθεί εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, αφού οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν οριστική και μη αναστρέψιμη αδυναμία της πρώτης εναγομένης προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ως εκ τούτου η έφεση, κατ’ αποδοχή του σχετικού (πρώτου) λόγου της, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς το δεύτερο εναγόμενο, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος της αυτό, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (535 παρ.1 ΚΠολΔ) να ερευνηθεί η αγωγή περαιτέρω ως προς το δεύτερο εναγόμενο, καθ’ ο μέρος ως προς αυτό είναι κατά τα ανωτέρω νόμιμη, για να κριθεί αν είναι βάσιμη στην ουσία της.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των νομοτύπως προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η υπ’ αριθμ. 37654/28.2.2019 ένορκη κατάθεση του Κ.Κ ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ.Α. η οποία δόθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ρυθμίζουν το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων και των ενόρκων βεβαιώσεων (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλΔ/νη 1987, 628, ΑΠ 100/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ631/2004 ΕλΔ/νη 2006)
…Τα χρήματα αυτά δεν ήταν απαραίτητο να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς είναι νομικά αδιάφορο αν οι επενδυτικές εργασίες είχαν όντως πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση της άδεια λειτουργίας της εταιρείας είτε όχι, αλλά αρκούσε το γεγονός ότι αυτά δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία, χωρίς να τίθεται από το νόμο, ως όρος, η εκτέλεση μίας τουλάχιστον χρηματιστηριακής συναλλαγής ή η ύπαρξη στο χαρτοφυλάκιο τίτλων αυτής. Άλλωστε, δεν είχε τεθεί χρονικό όριο για την επένδυση λόγω των εν λόγω χρηματικών ποσών από την πρώτη εναγομένη Α.Ε.Π.Ε.Υ. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης με διάφορο περιεχόμενο δεν αποδείχθηκε από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε από τα προσκομιζόμενα από αυτό (το πρώτον στην από κλήση από παραπομπή του Αρείου Πάγου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), καταθετήρια-παραστατικά τραπεζών. Μόνο δε το γεγονός ότι οι ενάγοντες διατηρούσαν ένα σταθερό χρηματικό ποσό κατατεθειμένο σε λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι ικανό να καταδείξει την ύπαρξη άλλου είδους σχέσης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, δυνάμει των συμβάσεων αυτών, η διάρκεια των οποίων ορίστηκε αορίστου χρόνου, ανέθεσαν στην αντισυμβαλλόμενη τους εταιρία, τη διαχείριση των χρηματικών ποσών και τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, έως ότου προβούν σε μία συμφέρουσα προς αυτούς επένδυση, με τον τρόπο που θα επέλεγε εκείνη, με σκοπό την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού κέρδους. Ήδη το εναγόμενο έχει αποζημιώσει επενδυτές που είχαν καταθέσει μόνο χρήματα.
ΑΠΟΦΑΣΗ 4140/2019
ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ-ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ)
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
…Περιουσιακό αγαθό θεωρείται και η μετοχή, ως αξιόγραφο, η οποία, εκτός της ονομαστικής της αξίας, δηλαδή αυτής που αναγράφεται στον τίτλο της μετοχής και δηλώνει το τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί, έχει και την πραγματική ή εσωτερική αξία της που προκύπτει από τη διαίρεση της πραγματικής αξίας της περιουσίας της εταιρείας, η οποία υπολογίζεται ύστερα από εκτίμηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, με το συνολικό αριθμό των μετοχών, σε δεδομένη στιγμή (ΟλΑΠ 14/1999 ΕλλΔ 40.759)….
……Στην περίπτωση αυτή όταν δηλαδή η ζημιογόνος πράξη που αποτελεί και αδικοπραξία στρέφεται κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την αξίωση προς αποζημίωση έχει το αμέσως ζημιωθέν νομικό τούτο πρόσωπο της εταιρείας, νομιμοποιούμενο να εγείρει την οικεία αγωγή κατά των μελών της διοίκησης, κατά τους όρους του αρ. 22β του ν 2190/1920. Οι κατ ΄ ιδίαν μέτοχοι της ανώνυμης εταιρείας, τυχόν υφιστάμενοι έμμεση ζημία που μπορεί να συνίσταται στην πτώση της χρηματιστηριακής αξίας των μετοχών ή τη μείωση της εσωτερικής αξίας τους, ή τη διανομή μικρότερου μερίσματος δεν έχουν και αυτοί παράλληλα αξίωση αποζημιώσεως, για τη ζημία τους αυτή, διότι δεν είναι οι αμέσως, από την αδικοπραξία, ζημιωθέντες (ΕφΑθ 877/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση που από αδικοπραξία τρίτου προξενήθηκε ζημία στο νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας (ΕφΑθ 924/1998 ΕλλΔ 40. 407)……………Από τις διατάξεις των άρθρων αυτών συνάγεται, ότι δε δημιουργείται ευθύνη των μελών της διοίκησης, έναντι των κατ΄ ιδίαν μετόχων και, συνακόλουθα, δεν παρέχεται στους τελευταίους δικαίωμα άσκησης ατομικής αγωγής, για την αποκατάσταση της έμμεσης ζημίας τους, η οποία αποκαθίσταται, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, μόνο μέσω του νομικού προσώπου της εταιρείας, με την έγερση της εταιρικής αγωγής, που ασκείται σε κάθε περίπτωση, στο όνομα και για λογαριασμό της εταιρείας. Με τον τρόπο αυτό αποκαθίσταται η έμμεση ζημία που υπέστησαν οι μέτοχοι, από την κακή διαχείριση της εταιρικής περιουσίας, εκ μέρους των μελών της διοίκησης, αφού, με την αποκατάσταση της ζημίας της εταιρείας αποκαθίσταται και η ζημία των μετόχων (Ρόκας, Εμπορικές Εταιρείες, 1996 παρ. 29 σελ 227 και παραπομπές εκεί στη νομολογία ΑΠ 1483/2010 ΔΕΕ 2011 569. ΑΠ 1888/2005 ΔΕΕ 2006 392, ΑΠ 725/2004 ΕΛΛΔνη 45. 1519. ΑΠ 1405/1998 ΔΕΕ 1998. 972)…………………….
ΑΠΟΦΑΣΗ 1275/2019
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ (Α1 ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
…θεωρείται δηλαδή με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από την έννοια της «επενδυτικής εργασίας», ως καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία, σε σχέση με την απαίτηση αποζημίωσης, όχι μόνο κάθε πράξη λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, αλλά και η πράξη κατάθεσης κεφαλαίων σε σχέση, όμως, με τέτοιες επενδυτικές εργασίες, ανεξάρτητα αν είχαν πραγματοποιηθεί κατά τον χρόνο της ανάκλησης.
…με τον πρώτο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθμ.1 ΚΠολΔ, το αναιρεσείον ισχυρίζεται ότι το δικαστήριο της ουσίας με το να δεχθεί ότι οι αναιρεσίβλητοι τυγχάνουν αποζημιώσεως από το …………………διότι, ένας έκαστος αυτών: είχε καταρτίσει με την εταιρεία ……….. σύμβαση παροχής επενδυτικής υπηρεσίας λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών, στην οποία περιέχονταν οι γενικοί όροι των συναλλαγών που ρύθμιζαν τις μεταξύ τους συναλλακτικές σχέσεις αναφορικά με τη λήψη, αποδοχή και εκτέλεση ή περαιτέρω διαβίβαση προς εκτέλεση εντολών (παραγγελιών) σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, κατέθεσε χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας………………….., διατηρούσε ένα σταθερό χρηματικό ποσό κατατεθειμένο στο λογαριασμό της εταιρείας έως ότου προβεί σε μια συμφέρουσα επένδυση, η εταιρεία…………. λειτουργούσε ως θεματοφύλακας
ΑΠΟΦΑΣΗ 1749/2018
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Όμως ως προς τον τρίτο των εναγόντων-εφεσίβλητων, η ζημία του οποίου ανήλθε το ποσό των 30.000 ευρώ, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ότι ανήγγειλε αυτή του την απαίτηση, αφού το προσκομιζόμενο από τον ίδιο έγγραφο…
ΑΠΟΦΑΣΗ 1039/2018
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Όμως, σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις, που αναλυτικά διατυπώθηκαν στη μείζονα πρόταση, οι απαιτήσεις των εναγόντων, υπάγονται στις καλυπτόμενες από την ευθύνη του δεύτερου των εναγομένων επενδυτικές υπηρεσίες του άρθρου 1 παρ.12 του ν.2533/1997, ερμηνευόμενων των διατάξεων αυτού, υπό το φως και το πρίσμα της 97/9/3 ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 03-03-1997, η οποία προστατεύει και καλύπτει το κεφάλαιο, που καταθέτει ο επενδυτής, σε…
ΑΠΟΦΑΣΗ 4826/2017
ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Οι εν λόγω αγωγικοί πραγματικοί ισχυρισμοί αντιφάσκουν ουσιαστικώς μεταξύ τους, καθόσον δεν μπορούν να ισχύουν συνάμα ως αληθείς, δεδομένου ότι η μεν πρώτη βάση προϋποθέτει ότι οι ενάγοντες δεν υπέγραψαν τις επίδικες πρόσθετες πράξεις, αλλά αυτές καταρτίστηκαν και υπογράφηκαν εν αγνοία τους από τους εναγόμενους, η δε δεύτερη προϋποθέτει ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν τις επίδικες πράξεις, αλλά αυτές είναι προϊόν απάτης, καθώς ο τρίτος εναγόμενος απέσπασε δολίως τις υπογραφές τους, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή. Η ένωση των ανωτέρω περισσότερων αντιφατικών αιτημάτων, αλλά και αντιφασκουσών βάσεων της υπό κρίση αγωγής, οι οποίες σωρεύονται αυτοτελώς και παραλλήλως και όχι επικουρικώς, δεν επιφέρει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ακυρότητα του δικογράφου, με συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης, όπως αβασίμως ζητούν οι εναγόμενοι (βλ. και ΕφΑθ 3815/1997 ΤΝΠ Νόμος), αλλά διατάσσεται, συμφώνως προς την διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 218 του ΚΠολΔ, ο χωρισμός αυτών, με την έννοια, όμως, όχι της εκδίκασης της προτασσόμενης βάσης της αγωγής, γεγονός που μεταθέτει ανεπιτρέπτως το δικαίωμα και την ευθύνη της επιλογής από τον ενάγοντα στο δικαστήριο, αλλά με την έννοια της παροχής της δυνατότητας στους ενάγοντες να επιλέξουν ποιο από τα ανωτέρω αναφερόμενα αιτήματα και αναφορικά με το πρώτο αίτημα και με ποια βάση θα το ασκήσουν, σύμφωνα με την προαναφερόμενη νομική σκέψη και να το εισαγάγουν στο δικαστήριο προς κρίση.
ΑΠΟΦΑΣΗ 19601/2017 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Περαιτέρω, αναφορικά με τον δεύτερο εκκαλούντα, που ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της προστήσασας τον αυτουργό εταιρίας, ενώ είχε από το καταστατικό της εταιρίας και τα συναλλακτικά ήθη αλλά και το νόμο (αρθρ 14 και 25 ν.3606/2007), την υποχρέωση να μην απασχολεί ως συνεργάτη άτομο που δεν έχει πιστοποίηση για επενδυτικές συμβουλές, ώστε να αποφεύγεται κάθε ζημία των συναλλασσόμενων με αυτό πελατών της εταιρίας που εκπροσωπούσε, χρησιμοποιούσε μεν το ως προστηθέντα, προκειμένου να ανευρίσκει πελάτες και να τους συστήνει στην εταιρία παραλείποντας ταυτόχρονα κατά το χρονικό διάστημα που ήταν εκπρόσωπος του νομικού προσώπου να φροντίζει για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ασκώντας έλεγχο ώστε τα συνεργαζόμενα με την εταιρία του πρόσωπα (υπάλληλοι, προστηθέντες κ.λ.π) να ενεργούν με εντιμότητα και επαγγελματισμό και να λαμβάνει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών. Ειδικότερα, παρέλειψε από αμέλειά του να λάβει μέτρα και να καθιερώσει μηχανισμούς ελέγχου των πράξεων του άνω προστηθέντος ώστε να προστατέψει τα συμφέροντα και να διασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών που αυτός της σύστηνε, μεταξύ των οποίων και της ενάγουσας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο παραπάνω εναγόμενος δεν έλεγξε τον τρόπο που ο ανωτέρω προστηθείς έκανε χρήση των εγκαταστάσεων της εταιρίας όπου στην ουσία προσέφερε επενδυτικές συμβουλές στην ενάγουσα, μολονότι δεν ήταν πιστοποιημένος σύμβουλος και περαιτέρω με την ιδιότητα του στελέχους της εταιρίας που εμφανιζόταν με την ανοχή αυτής, έλαβε χρήματα από την ενάγουσα, τμήμα των οποίων δεν απέδωσε, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα. Αντίθετα, αν ο άνω εναγόμενος ασκούσε σχετικό έλεγχο θα αποτρέπονταν η προξενηθείσα στην ενάγουσα ζημία, από την υπεξαίρεση των χρημάτων που παρέδωσε προς επένδυση στον άνω προστηθέντα της, τμήμα των οποίων ο τελευταίος παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε, καθώς αφενός ο προστηθείς δεν θα ήταν δυνατό να λαμβάνει μετρητά χρήματα προς επένδυση και δη εντός των εγκαταστάσεων της εταιρίας που ο άνω εναγόμενος εκπροσωπούσε, ούτε υποδεικνύει ως ενδεδειγμένο τον ανωτέρω τρόπο συναλλαγής (με μετρητά), ο οποίος ήταν ιδιαίτερα επισφαλής για τα συμφέροντα των επενδυτών και μη συνήθης στην πρακτική της πρώτης εκκαλούσας, όπως κατάθεσε η εξετασθείσα μάρτυράς της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι τελικά δεν κατέστη εφικτό να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο τελικά και από ποιόν διαβιβάστηκε η εντολή της ενάγουσας για αγορά μετοχών στις 20-11-2018, αφού ούτε καταγραφή σχετικής συνομιλίας υπάρχει (αιτία για την οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο στην πρώτη εκκαλούσα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δυνάμει της υπ’ αριθ. 5/538/2010 απόφασή της) ούτε προσκομίζεται γραπτή εντολή της για την επένδυση των χρημάτων της. Με βάση όλα τα ανωτέρω περιστατικά που αποδείχθηκαν, υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω παράνομης παραλείψεως του εν λόγω εναγόμενου και της ζημίας της ενάγουσας. Πλέον των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πλην της αγωγής που άσκησε, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατέθεσε και την από 16-1-2009 μήνυση της, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των και για την πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού. Για την ανωτέρω πράξη αμφότεροι παραπέμφθηκαν στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης το οποίο με την υπ’ αριθ. 5419/2014 απόφασή του κήρυξε τους κατηγορούμενους αθώους, καθώς έκρινε ότι δεν τελέστηκε η πράξη της υπεξαίρεσης. Η ανωτέρω απαλλακτική απόφαση, δεν συνιστά δεδικασμένο στην παρούσα πολιτική δίκη κατά τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού η τελευταία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της ποινικής δίκης, η δε ανωτέρω απόφαση συνεκτιμάται στα πλαίσια της παρούσας δίκης (ΑΠ 344/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 215/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).
ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΠ 865/2017
(Α1’ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
Πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από τη θεμελίωση των υποχρεώσεων συμβουλευτικής καθοδήγησης και ενημέρωσης στη γενική υποχρέωση πρόνοιας που απορρέει από την καλή πίστη, καθώς επίσης και στον, κοινοτικής προέλευσης, νόμο για την προστασία του καταναλωτή, το καθήκον παροχής συμβουλών στον καταναλωτή απαντάται και στο κοινοτικό δίκαιο των επενδυτικών υπηρεσιών και, ειδικότερα, στο άρθρο 19 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ,όπου γίνεται δεκτό ότι για την παροχή εύλογων συμβουλών λαμβάνεται υπόψη η καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος του πελάτη. Η παραπάνω οδηγία ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν.3606/2007, όπου εξειδικεύονται και διευκρινίζονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται προς προστασία των επενδυτών. Προστατευόμενο έννομο αγαθό της διάταξης του άρθρου 8 του ως άνω νόμου είναι η περιουσία του αποδέκτη των επενδυτικών υπηρεσιών. Οι αποδέκτες των επενδυτικών υπηρεσιών είναι, επομένως, αμέσως ζημιωθέντες από την παράβαση της εν λόγω διάταξης.
Βλ.965/2016 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ 14ο
Βλ. 5432/2013 ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ