ΑΠΟΦΑΣΗ 6385/2019
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ 16Ο)
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
…Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η παραπομπή από την Οδηγία 97/9 στην Οδηγία 93/22 καλύπτει εν μέρει το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 97/9, δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της τελευταίας είναι ευρύτερο εκείνου της Οδηγίας 93/22, διότι ενώ η Οδηγία 93/22 αναφέρεται μόνο σε τίτλους, η Οδηγία 97/9 ρητώς καταλαμβάνει και προστατεύει και την κατάθεση κεφαλαίων προς επένδυση (βλ. σκέψη 8 στο προοίμιο της παραπάνω Οδηγίας όπου αναφέρει ότι «όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, στα οποία θα συμμετέχουν όλες οι επιχειρήσεις επενδύσεων, ότι αυτό το σύστημα πρέπει να καλύπτει τα κεφάλαια ή τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις ενός επενδυτή, κατά τα οποία σε περίπτωση αδυναμία της επιχείρησης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες-επενδυτές δεν καθίσταται δυνατόν να επιστραφούν στον επενδυτή…) Τούτο είναι εύλογο, διότι για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, ο επενδυτής μπορεί να μην καταθέτει στον διαμεσολαβητή τίτλους, αλλά κεφάλαιο προς επένδυση (για αγορά τίτλων). Αν η πράξη αυτή δεν προστατευόταν από την νομοθεσία, κατ’ ουσίαν για όσο διάστημα ο διαμεσολαβητής κρατούσε κεφάλαια χωρίς να τα επενδύει και κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανακαλείτο η άδεια λειτουργίας του, ο (μικρο)επενδυτής θα παρέμενε απροστάτευτος. Η Οδηγία 97/9 επιβάλλει στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν «σύστημα αποζημίωσης» των επενδυτών στην επικράτειά τους.
….Επομένως, η αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου εναγομένου είναι καθ’ όλα ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις καθώς και σ’ αυτές των άρθρων 345, 346 και 70 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος επιδίκασης τόκων υπερημερίας από την αναγγελία της απαίτησης των εναγόντων, το οποίο είναι μη νόμιμο, αφού από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 66 παρ.3γ’ και 67 παρ.1 του ν.2533/1997 προκύπτει ότι μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας καταβολής αποζημιώσεων από το δεύτερο εναγόμενο δεν υποχρεούται σε καταβολή τόκων επί του ποσού της αποζημίωσης και επομένως δεν οφείλει τόκους από την αναγγελία της απαίτησης του δικαιούχου, αλλά μόνον από την επίδοση της σχετικής αγωγής κατ’ αυτού. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθ’ ο μέρος απέρριψε την αγωγή κατά του δεύτερου εναγομένου ως μη νόμιμη, με την αιτιολογία ότι αυτό δεν μπορεί να εναχθεί εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, αφού οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν οριστική και μη αναστρέψιμη αδυναμία της πρώτης εναγομένης προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών της, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και ως εκ τούτου η έφεση, κατ’ αποδοχή του σχετικού (πρώτου) λόγου της, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν ως προς το δεύτερο εναγόμενο, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το μέρος της αυτό, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο (535 παρ.1 ΚΠολΔ) να ερευνηθεί η αγωγή περαιτέρω ως προς το δεύτερο εναγόμενο, καθ’ ο μέρος ως προς αυτό είναι κατά τα ανωτέρω νόμιμη, για να κριθεί αν είναι βάσιμη στην ουσία της.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των νομοτύπως προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως να ληφθούν υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, η υπ’ αριθμ. 37654/28.2.2019 ένορκη κατάθεση του Κ.Κ ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μ.Α. η οποία δόθηκε, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επίτηδες για να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ρυθμίζουν το αποδεικτικό μέσο των μαρτύρων και των ενόρκων βεβαιώσεων (ΟλΑΠ 8/1987 ΕλΔ/νη 1987, 628, ΑΠ 100/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ631/2004 ΕλΔ/νη 2006)
…Τα χρήματα αυτά δεν ήταν απαραίτητο να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί, για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς είναι νομικά αδιάφορο αν οι επενδυτικές εργασίες είχαν όντως πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση της άδεια λειτουργίας της εταιρείας είτε όχι, αλλά αρκούσε το γεγονός ότι αυτά δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία, χωρίς να τίθεται από το νόμο, ως όρος, η εκτέλεση μίας τουλάχιστον χρηματιστηριακής συναλλαγής ή η ύπαρξη στο χαρτοφυλάκιο τίτλων αυτής. Άλλωστε, δεν είχε τεθεί χρονικό όριο για την επένδυση λόγω των εν λόγω χρηματικών ποσών από την πρώτη εναγομένη Α.Ε.Π.Ε.Υ. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης με διάφορο περιεχόμενο δεν αποδείχθηκε από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει ούτε από τα προσκομιζόμενα από αυτό (το πρώτον στην από κλήση από παραπομπή του Αρείου Πάγου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου), καταθετήρια-παραστατικά τραπεζών. Μόνο δε το γεγονός ότι οι ενάγοντες διατηρούσαν ένα σταθερό χρηματικό ποσό κατατεθειμένο σε λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι ικανό να καταδείξει την ύπαρξη άλλου είδους σχέσης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, δυνάμει των συμβάσεων αυτών, η διάρκεια των οποίων ορίστηκε αορίστου χρόνου, ανέθεσαν στην αντισυμβαλλόμενη τους εταιρία, τη διαχείριση των χρηματικών ποσών και τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, έως ότου προβούν σε μία συμφέρουσα προς αυτούς επένδυση, με τον τρόπο που θα επέλεγε εκείνη, με σκοπό την επίτευξη του υψηλότερου δυνατού κέρδους. Ήδη το εναγόμενο έχει αποζημιώσει επενδυτές που είχαν καταθέσει μόνο χρήματα.