ΑΠΟΦΑΣΗ 3500/2022
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ
«Ειδικότερα, και ανεξάρτητα από το γεγονός, κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας, ότι ο εναγόμενος ουδέποτε υπέβαλε οποιαδήποτε αντίρρηση αναφορικά με τις φερόμενες συναλλαγές, η ενάγουσα δεν προσκομίζει τα ηλεκτρονικά ή μαγνητικά μέσα που καταγράφουν τις τηλεφωνικές εντολές του πελάτη (εναγομένου), καθώς επίσης και τα έγγραφα που λαμβάνει η εταιρεία από τον πελάτη μέσω fax ή e-mail και αποτελούν πλήρη απόδειξη απέναντι στον πελάτη για τις εντολές του προς την εταιρεία και το περιεχόμενό τους, μη επιτρεπόμενου άλλου αποδεικτικού μέσου και ιδίως των μαρτύρων, ως προβλέπει ο όρος XI-5 της Σύμβασης και ο οποίος αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση, προκειμένου ακριβώς να αποδείξει ότι καταρχήν έλαβε την εκάστοτε επίδικη εντολή διενέργειας χρηματιστηριακής συναλλαγής από τον εναγόμενο. Ακολούθως, η ενάγουσα δεν προσκομίζει ούτε και τα παραστατικά – πινακίδια, που άλλωστε αναφέρονται και στα παραπάνω έγγραφά της (σχετικό 10 της ενάγουσας) και τα οποία η ίδια φέρεται να έχει εκδώσει, προκειμένου να αποδείξει ότι οι εν λόγω συναλλαγές έλαβαν χώρα και εκτελέστηκαν από αυτήν, κατόπιν σχετικών εντολών του εναγομένου, αφού μόνον η έκδοση από την εταιρεία του αντίστοιχου για κάθε συναλλαγή επί χρηματοπιστωτικού μέσου παραστατικού (πινακιδίου) αποτελεί πλήρη απόδειξη εκτελέσεως της εντολής του πελάτη από την εταιρεία (όρος XI-12 της Σύμβασης, που ομοίως αποτελεί έγκυρη δικονομική σύμβαση). Από δε την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ο οποίος αναφέρεται στην φερόμενη οφειλή του εναγομένου των 121.564,93 ευρώ, δεν προκύπτει ότι η ενάγουσα έλαβε τις συγκεκριμένες εντολές από τον εναγόμενο και προέβη στην εκτέλεση αυτών. Συνεπώς, η ενάγουσα δεν αποδεικνύει, κατά τα προαναφερόμενα, ως έχουσα το βάρος απόδειξης, ότι έλαβε τις εντολές εκτέλεσης των επίδικων χρηματιστηριακών συναλλαγών από τον εναγόμενο, ότι εν συνεχεία εκτέλεσε τις εν λόγω συναλλαγές και ότι εν τέλει υφίσταται η επίδικη απαίτηση της σε βάρος του εναγομένου και ως εκ τούτου η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.»