ΑΠΟΦΑΣΗ 19601/2017 (αδημ.)
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Περαιτέρω, αναφορικά με τον δεύτερο εκκαλούντα, που ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ., Διευθύνων Σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της προστήσασας τον αυτουργό εταιρίας, ενώ είχε από το καταστατικό της εταιρίας και τα συναλλακτικά ήθη αλλά και το νόμο (αρθρ 14 και 25 ν.3606/2007), την υποχρέωση να μην απασχολεί ως συνεργάτη άτομο που δεν έχει πιστοποίηση για επενδυτικές συμβουλές, ώστε να αποφεύγεται κάθε ζημία των συναλλασσόμενων με αυτό πελατών της εταιρίας που εκπροσωπούσε, χρησιμοποιούσε μεν το ως προστηθέντα, προκειμένου να ανευρίσκει πελάτες και να τους συστήνει στην εταιρία παραλείποντας ταυτόχρονα κατά το χρονικό διάστημα που ήταν εκπρόσωπος του νομικού προσώπου να φροντίζει για την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ασκώντας έλεγχο ώστε τα συνεργαζόμενα με την εταιρία του πρόσωπα (υπάλληλοι, προστηθέντες κ.λ.π) να ενεργούν με εντιμότητα και επαγγελματισμό και να λαμβάνει κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών. Ειδικότερα, παρέλειψε από αμέλειά του να λάβει μέτρα και να καθιερώσει μηχανισμούς ελέγχου των πράξεων του άνω προστηθέντος ώστε να προστατέψει τα συμφέροντα και να διασφαλίσει τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών που αυτός της σύστηνε, μεταξύ των οποίων και της ενάγουσας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο παραπάνω εναγόμενος δεν έλεγξε τον τρόπο που ο ανωτέρω προστηθείς έκανε χρήση των εγκαταστάσεων της εταιρίας όπου στην ουσία προσέφερε επενδυτικές συμβουλές στην ενάγουσα, μολονότι δεν ήταν πιστοποιημένος σύμβουλος και περαιτέρω με την ιδιότητα του στελέχους της εταιρίας που εμφανιζόταν με την ανοχή αυτής, έλαβε χρήματα από την ενάγουσα, τμήμα των οποίων δεν απέδωσε, αλλά ιδιοποιήθηκε παράνομα. Αντίθετα, αν ο άνω εναγόμενος ασκούσε σχετικό έλεγχο θα αποτρέπονταν η προξενηθείσα στην ενάγουσα ζημία, από την υπεξαίρεση των χρημάτων που παρέδωσε προς επένδυση στον άνω προστηθέντα της, τμήμα των οποίων ο τελευταίος παρακράτησε και ιδιοποιήθηκε, καθώς αφενός ο προστηθείς δεν θα ήταν δυνατό να λαμβάνει μετρητά χρήματα προς επένδυση και δη εντός των εγκαταστάσεων της εταιρίας που ο άνω εναγόμενος εκπροσωπούσε, ούτε υποδεικνύει ως ενδεδειγμένο τον ανωτέρω τρόπο συναλλαγής (με μετρητά), ο οποίος ήταν ιδιαίτερα επισφαλής για τα συμφέροντα των επενδυτών και μη συνήθης στην πρακτική της πρώτης εκκαλούσας, όπως κατάθεσε η εξετασθείσα μάρτυράς της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι τελικά δεν κατέστη εφικτό να διαπιστωθεί με ποιον τρόπο τελικά και από ποιόν διαβιβάστηκε η εντολή της ενάγουσας για αγορά μετοχών στις 20-11-2018, αφού ούτε καταγραφή σχετικής συνομιλίας υπάρχει (αιτία για την οποία επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο στην πρώτη εκκαλούσα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δυνάμει της υπ’ αριθ. 5/538/2010 απόφασή της) ούτε προσκομίζεται γραπτή εντολή της για την επένδυση των χρημάτων της. Με βάση όλα τα ανωτέρω περιστατικά που αποδείχθηκαν, υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ως άνω παράνομης παραλείψεως του εν λόγω εναγόμενου και της ζημίας της ενάγουσας. Πλέον των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα πλην της αγωγής που άσκησε, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, κατέθεσε και την από 16-1-2009 μήνυση της, με βάση την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των και για την πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού. Για την ανωτέρω πράξη αμφότεροι παραπέμφθηκαν στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης το οποίο με την υπ’ αριθ. 5419/2014 απόφασή του κήρυξε τους κατηγορούμενους αθώους, καθώς έκρινε ότι δεν τελέστηκε η πράξη της υπεξαίρεσης. Η ανωτέρω απαλλακτική απόφαση, δεν συνιστά δεδικασμένο στην παρούσα πολιτική δίκη κατά τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 14 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, αφού η τελευταία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη της ποινικής δίκης, η δε ανωτέρω απόφαση συνεκτιμάται στα πλαίσια της παρούσας δίκης (ΑΠ 344/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 215/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ).