ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 2021

ΑΠΟΦΑΣΗ 6587/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΝΕΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

«…Ο όψιμος ισχυρισμός της ενάγουσας δε, έντεκα έτη μετά την ολοκλήρωση της προκείμενης συναλλαγής, πως εξαπατήθηκε από τον έμπειρο στις χρηματιστηριακές συναλλαγές εναγόμενο, που καταχράστηκε την εμπιστοσύνη της ως αδαούς επενδύτριας, δεν αποδεικνύεται βάσιμος κατ’ ουσία και αντιβαίνει στην κοινή λογική, καθώς η ενάγουσα δεν αποτελούσε ούτε αποτελεί μία αδαή επενδύτρια, αλλά είχε κατά το έτος 2006 σημαντική εμπειρία περί των χρηματιστηριακών συναλλαγών, παρέχοντας ήδη από το έτος 2005 προς επένδυση σε μετοχές και λοιπά χρηματοοικονομικά προιόντα το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 300.000 ευρώ περίπου, ποσό δεκαπλάσιο κατά προσέγγιση από το ποσό των 30.480 ευρώ που επένδυσε για την αγορά των ένδικων μετοχών. Ακολούθως, δεν αποδείχθηκε καμία παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, σε βάρος της ενάγουσας, με αποτέλεσμα η κύρια βάση της αγωγής που στηρίζεται στην αδικοπραξία του εναγομένου να είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα και ο εναγόμενος συμφώνησαν πως με το συνολικό ποσό των 30.480 ευρώ που κατέθεσε η ενάγουσα σε τραπεζικούς λογαριασμούς του εναγομένου θα αγοράζονταν  62.205 μετοχές της τράπεζας ……………  αντί ποσού 0,49 ευρώ ανά μετοχή, όπως αβάσιμα εκθέτει η ενάγουσα στην πρώτη επικουρική βάση της αγωγής περί ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγομένου, η οποία είναι επίσης απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη σύμφωνα με τα προαναφερόμενα. Τέλος, δεν αποδείχθηκε πως ο εναγόμενος έγινε πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, απορριπτομένης και της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής ως ουσιαστικά αβάσιμης.»

ΑΠΟΦΑΣΗ 44/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών-Ανακοπές

… Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερών διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ.4 περ.α’ του ν.2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου της συναλλαγές αυτές. Οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους , αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους.  Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες , ακόμα και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους.

…Ο πιστοδότης  ως άνω πιστωτικός  Συνεταιρισμός (καθ’ ου η ανακοπή) ήταν «προμηθευτής» υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ.4 περ.β του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018), ενώ οι ανακόπτουσες ήταν καταναλωτές βάσει του άρθρου 1 παρ.4  περ.ββ’ του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018), με την επισήμανση ότι η δεύτερη εξ’ αυτών  εγγυήτρια δεν αποδείχθηκε ότι ενήργησε  παρέχοντας εγγύηση στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας της, εξυπηρετώντας δηλαδή με την παρασχεθείσα εγγύηση και τα δικά της οικονομικά συμφέροντα. Περαιτέρω, μεταξύ των διαδίκων-συμβαλλομένων στην ένδικη σύμβαση πίστωσης  συμφωνήθηκε ο εκτοκισμός της χρηματικής οφειλής των ανακοπτουσών, με έτος 360 αντί του έτους 365 ημερών σύμφωνα με τον καταχρηστικό, παράνομο και άκυρο υπ’αριθμ. 11δ’ ΓΟΣ.

…Επισημαίνεται ότι ο καθ’ου η ανακοπή δεν πρόβαλε ούτε άρνηση του γεγονότος του υπολογισμού από αυτόν των τόκων με βάση το «λογιστικό» έτος των 360 ημερών ούτε αντένσταση  περί των ευλόγων λόγων, που δικαιολογούσαν, κατ΄εξαίρεση, τη χρήση του λογιστικού έτους των 360 ημερών αντί του πραγματικού έτους των 365 ημερών και τη συνακόλουθη κατά 1,38889% ημερήσια επιπλέον επιβάρυνση των τόκων. Ωσαύτως, το ακριβές ύψος αυτής της παράνομης και καταχρηστικής χρέωσης ένεκα της εφαρμογής του «λογιστικού» έτους των 360 ημερών, δεν μπορεί να προσδιοριστεί από τα προσκομισθέντα κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής  έγγραφα, προσέτι, η ακυρότητα των επιμέρους ποσών επηρεάζει την απόδειξη με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης, δοθέντος ότι δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των επιμέρους παρανόμως υπολογισθέντων ποσών, με συνέπεια την αδυναμία προσδιορισμού του ύψους της παράνομης επιβάρυνσης στη χρέωση των ανακοπτουσών και αντίστοιχα της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, για την οποία εξεδόθη η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και η πληττόμενη επιταγή προς πληρωμή. Ως εκ τούτου, η απαίτηση του καθ΄ου καθίσταται ανεκκαθάριστη στο σύνολό της, λαμβανομένου υπόψη ότι αφενός δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί το ακριβές ποσό της απαίτησης και αφετέρου δεν μπορεί να λάβει χώρα μερική ακύρωση της διαταγής πληρωμής κατά το ποσό των μη οφειλόμενων τόκων και επικύρωσή της κατά το υπόλοιπο και πράγματι οφειλόμενο ποσό.

ΑΠΟΦΑΣΗ 45/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΣΕΡΡΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών-Ανακοπές

… Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ.4 περ.α’ του ν.2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου της συναλλαγές αυτές. Οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους , αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους.

…Ο πιστοδότης  ως άνω πιστωτικός  Συνεταιρισμός (καθ’ ου η ανακοπή) ήταν «προμηθευτής» υπό την έννοια του άρθρου 1 παρ.4 περ.β του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018), ενώ οι ανακόπτουσες ήταν καταναλωτές βάσει του άρθρου 1 παρ.4  περ.ββ’ του ν.2251/1994 (όπως ίσχυε πριν το ν.4512/2018). Στους 1ο και 14ο όρους της ένδικης σύμβασης  περιέχεται η επιβάρυνση του ανακόπτοντος με την εισφορά του ν. 128/1975 , με αντίστοιχη απαλλαγή του καθ’ ου η ανακοπή από αυτής (εισφορά). Πέραν της ευθείας αντίθεσης στο νόμο ως προς την επιβολή της εισφοράς σε βάρος του ανακόπτοντος, αφού το καθοριζόμενο  στο ν.128/1975 μοναδικό, σαφές υποκείμενο απόδοσης της εν λόπγω εισφοράς είναι τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, επιπλέον στο κείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης δεν προβλέπεται αιτία (causa) επιδόσεως (acyurirendi credenti) ως προς τη συγκεκριμένη παροχή, ήτοι δεν υφίσταται ειδική αιτιολογία για τη συμβατική μετακύλιση αυτής της συμφοράς και επομένως, η συμφωνία ελευθέρως τυγχάνει άκυρη.  Οι συγκεκριμένοι συμβατικοί όροι είναι άκυροι, καταχρηστικοί και αδιαφανείς, καθόσον δημιουργούν πρόσθετη επιβάρυνση σε βάρος  του ανακόπτοντος, ενόψει του ότι η εισφορά του ν.128/1975 αποτελεί δημοσιονομικό βάρος, που επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, εις τρόπον ώστε μόνο τυπικός νόμος και όχι σύμβαση να είναι δυνατό να επιβάλλει φόρο ή άλλο οικονομικό βάρος σε πολίτες (αρθ.75Σ) και ως εκ τούτου, η κατά κυριολεξία μετάθεση του φόρου θα σήμαινε τουλάχιστον καταστρατήγηση του νόμου, που προέβλεψε για συγκεκριμένο λόγο της εισφορά. Περαιτέρω, από τα αποσπάσματα τωβ εμπορικών βιβλίων του καθ’ ου η ανακοπή, αποδεικνύεται ότι από την αρχή της λειτουργίας της ένδικης συμβάσεως, ο καθ’ ου η ανακοπή Συνεταιρισμός, όχι μόνο μετακυλούσε παράνομα την εισφορά του ν.128/1975 στον ανακόπτοντα, αλλά επιπλέον, κεφαλαιοποιούσε την εν λόγω εισφορά κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, προέβαινε δε και σε παράνομο ανατοκισμό της, αφού στο εκάστοτε πρκύπτον κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) , οι οποίοι περιείχαν και ποσά εισφοράς του ν.128/1975, στο νέο δε προκύπτον κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους , οι οποίοι, επίσης, περιείχαν και την ανωτέρω εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς).

ΑΠΟΦΑΣΗ 1925/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΔΙΚΑΙΟ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

 

Ειδικότερα, και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα παρά των εναγόντων πραγματικά περιστατικά δεν επαρκούν για τη στοιχειοθέτηση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των αντιδίκων τους, στηριζομένης στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, καθόσον οι ενάγοντες δεν επικαλούνται ιδιαίτερα πραγματικά περιστατικά τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν αδικοπραξία κατά  τα οριζόμενα στο άρθρο 919 ΑΚ, η επίκληση δε και μόνο ότι οι εναγόμενοι προέταξαν την ικανοποίηση απαιτήσεων άλλων δανειστών της εταιρίας με την επωνυμία «…………. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ» και όχι του δικαιοπαρόχου αυτών (εναγόντων) δεν συνιστά την επικαλούμενη από τους τελευταίους αδικοπραξία του άρθρου 919 ΑΚ ώστε να ενέχονται αυτοί (εναγόμενοι) προσωπικά προς αποζημίωση τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην άνω μείζονα νομική σκέψη. Τα πρωτοβάθμιο όμως Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή, ως απαράδεκτη ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεως των εναγομένων, όπως όφειλε, αλλά την έκρινε ως νόμω αβάσιμη και την απέρριψε ως τέτοια, κρίνοντας κατ’ αποτέλεσμα ορθά πλην όμως η αιτιολογία της απορρίψεως είναι εσφαλμένη…

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 470/2022
Α1’ Πολιτικό Τμήμα
ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ

«Τα χρήματα αυτά δεν είναι απαραίτητο να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς είναι νομικά αδιάφορο, αν οι επενδυτικές εργασίες είχαν, όντως πραγματοποιηθεί μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εταιρείας, είτε όχι, αλλά αρκεί το γεγονός ότι αυτά δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία, χωρίς να τίθεται από το νόμο, ως όρος, η εκτέλεση μιας, τουλάχιστον, χρηματιστηριακής συναλλαγής ή η ύπαρξη στο χαρτοφυλάκιο των τίτλων αυτής. Άλλωστε, δεν είχε τεθεί χρονικό όριο για την επένδυση των εν λόγω χρηματικών ποσών από την πρώτη εναγομένη Α.Ε.Π.Ε.Υ. Ο ισχυρισμός του δεύτερου εναγομένου, ότι τα χρήματα αυτά δόθηκαν σε εκτέλεση σύμβασης με διάφορο περιεχόμενο δεν αποδείχθηκε από κανένα βάσιμο αποδεικτικό στοιχείο, καθώς κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα προσκομιζόμενα καταθετήρια-παραστατικά τραπεζών. Μόνο δε το γεγονός ότι κάποιοι ενάγοντες διατηρούσαν ένα σταθερό χρηματικό ποσό, κατατεθειμένο σε λογαριασμό της εταιρείας, δεν είναι ικανό να καταδείξει την ύπαρξη άλλου είδους σχέσης, δεδομένου ότι οι ενάγοντες, δυνάμει των συμβάσεων αυτών, ανέθεσαν στην αντισυμβαλλόμενή τους εταιρεία, τη διαχείριση των κατατεθειμένων σ’ αυτήν χρημάτων για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών για αόριστο χρόνο.  Ήδη δε, το εναγόμενο έχει αποζημιώσει και επενδυτές, που είχαν καταθέσει μόνο χρήματα στην πρώτη εναγόμενη.»

 

… «το αναιρεσείον προβάλλοντας πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του, που πρότεινε με τις από 7-1-2020 προτάσεις του ενώπιον  του Εφετείου, περί απαραδέκτου της αγωγής, ως προς τον έκτο αναιρεσίβλητο μεν λόγω της υποβολής εκπρόθεσμης αναγγελίας της απαίτησης του προς τον Επόπτη Εκκαθάρισης ως προς τους υπόλοιπους αναιρεσίβλητους δε, λόγω παντελούς έλλειψης  αναγγελίας τους για το αναφερόμενο μέρος των απαιτήσεων του καθενός. Ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, διότι ο άνω ισχυρισμός δεν αποτελεί «πράγμα»  κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ.8 ΚΠολΔ, αλλά αρνητικό κατά της αγωγής των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων  ισχυρισμό, ενόψει του ότι η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 4α του Ν.1806/1988 προθεσμία, εντός της οποίας οι επενδυτές πρέπει να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους προς τον Επόπτη Εκκαθάρισης, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την γέννηση της ευθύνης του αναιρεσείοντος, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για το παραδεκτό της κατ’ αυτού αγωγής αποζημίωσης των ζημιωθέντων επενδυτών.»

ΑΠΟΦΑΣΗ 5301/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)

 

 

«Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, διότι η πρώτη καθ΄ ης, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για έκδοση της δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά προς τούτο, καθόσον είχε πωλήσει και μεταβιβάσει την ένδικη απαίτηση στην εταιρεία «……….» (διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας τυγχάνει η δεύτερη καθ’ ης), η οποία ήταν πλέον η μοναδική δικαιούχος της απαίτησης και η μόνη που νομιμοποιούνταν ενεργητικά να καταθέσει την επίδικη αίτηση. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, καθόσον από τα ως άνω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα πιθανολογήθηκε ότι κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης (ο οποίος είναι η 17-7-2020, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεση, και όχι η 15-7-2020, όπως αβάσιμα υπολαμβάνει η δεύτερη καθ’ ης) προς έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωμής η πρώτη καθ’ ης δεν νομιμοποιούνταν ενεργητικά, καθόσον την ίδια ημέρα είχε συντελεστεί η μεταβίβαση της επίδικης απαίτησης στην εταιρεία «…………..» η οποία έκτοτε ήταν η μοναδική δικαιούχος αυτής και μόνο αυτή (δια της ειδικής διαχειρίστριάς της-δεύτερης καθ΄ ης) νομιμοποιούνταν ενεργητικά στην υποβολή αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής.»

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 4157/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ)

«Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 450 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος ή τρίτος έχει υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα που κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος που δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 902 ΑΚ, για τη θεμελίωση αξίωσης επίδειξης εγγράφου είναι αρκετή και η ύπαρξη απλού εννόμου συμφέροντος συνιστάμενου στη γνώση του εγγράφου, χωρίς να απαιτείται καν η ύπαρξη αξίωσης κατά του κατόχου του εγγράφου, η οποία, κατά τη διάταξη του άρθρου 901 ΑΚ, είναι απαραίτητη για την επίδειξη πράγματος. Οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο εν λόγω άρθρο (902 ΑΚ), που εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον και αναφέρονται περιοριστικά είναι οι ακόλουθες: α) το έγγραφο να συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αφορά αποκλειστικά το συμφέρον αυτού, αλλά αρκεί να έχει συνταχθεί και προς το συμφέρον του, β) να πιστοποιεί έννομη σχέση η οποία να αφορά και τον αιτούντα και γ) να σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα είτε για το συμφέρον του με τη μεσολάβηση τρίτου. Την επίδειξη εγγράφων ρυθμίζουν, εκτός από τα άρθρα 901-903 του ΑΚ, και οι διατάξεις των άρθρων 450-452 του ΚΠολΔ, οι οποίες δεν κατάργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι ειδικότερες αυτών και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη κατά τη διάρκεια εκκρεμούς  δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμεύσει προς απόδειξη. Αντίθετα οι διατάξεις του ΑΚ εφαρμόζονται μόνο όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξίωσης (ΕφΑθ 2456/2002 ΕΕμπΔ 2002, 331). Επίσης γίνεται δεκτό, τόσο από την θεωρία όσο και από τη νομολογία, ότι σε επείγουσες περιπτώσεις ή προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου αυτός που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 παρ.1, 683, 686 επ., 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων λόγω του κατεπείγοντος ενώ μπορεί, ακόμα, εκτός από τη διατασσόμενη επίδειξη του εγγράφου, να διαταχθεί και η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του. Η λύση δε της ως άνω διαφοράς δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 692 παρ, 4. ΚΠολΔ, διότι το δικαίωμα του οποίου ζητείται η εξασφάλιση δεν είναι το της επίδειξης, το οποίο καθ’ αυτό συνήθως δεν έχει αξία, αλλά το ουσιαστικό, η δε επίδειξη απλώς προπαρασκευάζει την απόδειξη αυτού. Όπως συνάγεται, επίσης, από τις πιο πάνω διατάξεις, προϋποθέσεις της αξίωσης προς επίδειξη εγγράφων με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων είναι η υποβολή σχετικού αιτήματος, ο προσδιορισμός του εγγράφου και του περιεχομένου του, η κατοχή του εγγράφου από τον καθ’ ου στρέφεται η αίτηση, η δυνατότητα χρησιμοποίησης των εγγράφων αυτών ως αποδεικτικών μέσων και έννομο προς τούτο συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη (ΑΠ 1613/2000 ΕλλΔνη 42, 681 – ΑΠ 1071/2000 ΕλλΔνη 42, 402 – ΜΠρΑθ 2560/2008 ΕΦΑΔ 2010, 101 – ΜΠρΑθ 9610/2000 ΕΕμπΔ 2001, 97 – ΜΠρΘεσ 24679/1997 Αρμ 1997, 1278 – MΠρΠειρ 3582/1995 Δ 1996, 658 – Παρμ. Τζίφρας, Ασφαλ. Μέτρα, έκδ. 4η, σελ. 344 επ.)»

ΑΠΟΦΑΣΗ 3441/2021
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

«Συνεπώς, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν ανήγγειλαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους να ασκείται ως ανακοπή της διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικώς και καταλλήλως εφαρμοζόμενης, λόγω μη ύπαρξης παρόμοιας ρύθμισης στο ν.δ. 400/1970, ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, δικάζοντος κατά την επιλεγείσα από τον νομοθέτη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, για την άσκηση ανακοπών περί την εκκαθάριση του οφειλομένου σε κάθε πιστωτή ποσού. Περαιτέρω, η εν λόγω ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ μπορεί να ασκηθεί κατά την παράγραφο 2 του ίδιου ως άνω άρθρου (όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 4 παρ.1 του Ν.4446/2016) έως την τελευταία διανομή. Είναι προφανές, ότι η προθεσμία αυτή δίδεται έως αυτήν την έσχατη στιγμή  ακριβώς διότι η παράλειψη της αναγγελίας οφείλεται σε κάποια (υπαίτια ή ανυπαίτια) αδυναμία του δανειστή να ασκήσει την αξίωσή του εμπροθέσμως, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η άγνοιά του για την εξελισσόμενη διαδικασία, και με το δεδομένο ότι αυτός ουδέν συμφέρον, παρά μόνο βλάβη μπορεί να έχει από την καθυστέρηση, με απώτερο σκοπό να ικανοποιηθεί κάθε αληθής αξίωση, μέχρι την εξάντληση του προϊόντος της διανομής. Αντιθέτως, η βραχεία προθεσμία των αντιρρήσεων του ως άνω άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 υπαγορεύεται από τη φύση των αντιρρήσεων αυτών κατά του πίνακα ασφαλισμένων, όπως ακριβώς και εκείνων του άρθρου 95 του ΠτΚ κατά της διαδικασίας της επαλήθευσης, όπου προβλέπεται ακόμα πιο βραχεία προθεσμία. Και στις εν λόγω (δύο παρεμφερείς) περιπτώσεις, ο ήδη αναγγελθείς πιστωτής γνωρίζει τόσο τη γενική εξέλιξη της συλλογικής διαδικασίας όσο και ειδικότερα την επικείμενη δημοσίευση των συμπερασμάτων της επαλήθευσης και ουδένας λόγος συντρέχει για να καθυστερήσει στην έγερση των παραπόνων του ούτε βέβαια γεννάται ζήτημα άγνοιάς του περί την εξέλιξη της διαδικασίας, δεδομένου ότι αυτός προέβη σε αναγγελία, δηλαδή ο ίδιος συμμετέχει ενεργά στη συλλογική διαδικασία, επιδιώκοντας την ικανοποίηση των συμφερόντων του. Η περίπτωση αυτή δεν συντρέχει σε περίπτωση παράλειψης αναγγελίας, όπου συνήθως ο πιστωτής αγνοεί την εξέλιξη της διαδικασίας ή από κάποιο κώλυμα εμποδίστηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της προβλεπόμενης αναγγελίας. Πέραν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ αφορά μόνο στις μεταγενέστερες αυτής διανομές και δεν αναστέλλει εκείνες τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί. Εκ του λόγου αυτού συνάγεται ότι ουδέν ζήτημα γεννάται ως προς την εκτέλεση των διανομών που προηγήθηκαν, στις δε μεταγενέστερες διανομές θα συμπεριληφθεί και ο ανακόπτων, κατά το μέτρο του δικαιώματος που θα του αναγνωριστεί από το δικαστήριο της ανακοπής.»